Выбрать главу

Τα τακούνια στις μπότες της Μπιργκίτε την έκαναν σχεδόν μια παλάμη ψηλότερη από τη Νυνάβε, αν κι εξακολουθούσε να είναι πιο κοντή από την Ηλαίην ή την Αβιέντα. Ντυμένη με σκούρο μπλε πανωφόρι και φαρδιά πράσινα παντελόνια, προχωρούσε με την ίδια επιφυλακτικά σίγουρη ετοιμότητα που είχε κι ο Λαν, αν και στην περίπτωση της διακρινόταν μια ανεμελιά. Ήταν μια λεοπάρδαλη ξαπλωμένη σε βράχο, μα ούτε κατά διάνοια τόσο νωχελική όσο έδειχνε. Στην εγκοπή του τόξου που κουβαλούσε δεν υπήρχε κανένα βέλος, αλλά, παρ’ όλα τα χαμόγελα και το χαζολόγημα, η Μπιργκίτε ήταν ικανή να αδράξει στο άψε σβήσε μια σαΐτα από τη φαρέτρα στη ζώνη της και να εξαπολύει ήδη το τρίτο της βέλος πριν προλάβει κάποιος άλλος να εφαρμόσει το δεύτερο στη χορδή του.

Χάρισε στην Ηλαίην ένα στραβό χαμόγελο και κούνησε το κεφάλι της με τέτοιον τρόπο, που έκανε την ξανθιά πλεξούδα —μακριά και παχιά όσο κι η μελαχρινή της Νυνάβε— να ταλαντευτεί. «Σου δίνω υποσχέσεις καταπρόσωπο, όχι πισώπλατα», απάντησε ξερά. «Όταν μάθεις μερικά πράγματα ακόμη, δεν θα χρειάζεται να σου μιλάω για Προμάχους και για Άες Σεντάι». Η Ηλαίην ρουθούνισε κι ανασήκωσε το πηγούνι της αγέρωχα, απασχολημένη με τις κορδέλες του καπέλου της, το οποίο καλυπτόταν με μακριά πράσινα φτερά, κι ήταν χειρότερο από της Νυνάβε. «Ίσως πολύ περισσότερα ακόμη», συμπλήρωσε η Μπιργκίτε. «Δένεις κι άλλον κόμπο σ’ αυτόν τον φιόγκο».

Αν η Ηλαίην δεν ήταν κονταδελφή της, η Αβιέντα θα έσκαγε στα γέλια με το πορφυρό χρώμα που πλημμύρισε τα μάγουλά της. Το να βάζεις τρικλοποδιά σε κάποιον που προσπαθεί να ανέβει ψηλά πάντα έχει πλάκα, ακόμα κι όταν δεν συμμετέχεις ενεργά ή η πτώση του δεν είναι μεγάλη. Πάντως, η γυναίκα κοίταξε ευθέως την Μπιργκίτε, με βλέμμα σταθερό, σαν να υποσχόταν πως, αν συνέχιζε, θα προκαλούσε αυτόματα και την τιμωρία της. Της άρεσε αυτή η γυναίκα, παρά τα όποια μυστικά της, αλλά η διαφορά μεταξύ μιας φίλης και μιας κονταδελφής ήταν κάτι που οι υδρόβιοι έμοιαζαν ανίκανοι να κατανοήσουν. Η Μπιργκίτε απλώς χαμογέλασε, ρίχνοντας ματιές πότε στην ίδια και πότε στην Ηλαίην, και μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια της. Η Αβιέντα έπιασε τη λέξη «τσαχπίνες». Κι ακόμα χειρότερα, η προφορά της λέξης έμοιαζε τρυφερή. Όλοι θα πρέπει να την άκουσαν. Όλοι!

«Τι σ’ έχει πιάσει, Αβιέντα;» ρώτησε απαιτητικά η Νυνάβε, τσιγκλώντας τη στον ώμο με ένα άκαμπτο δάχτυλο. «Σκοπεύεις να κάτσεις εκεί κοκκινίζοντας όλη μέρα; Βιαζόμαστε».

Μόνο τότε αντιλήφθηκε η Αβιέντα, από τη ζέστη που ένιωθε στο πρόσωπό της, πως θα πρέπει να είχε κοκκινίσει όσο κι η Ηλαίην. Κι, επιπλέον, ότι στεκόταν ακίνητη σαν πέτρα τη στιγμή που έπρεπε να βιαστούν, πιαομένη από μία και μόνο λέξη, σαν κοριτσάκι νιόπαντρο με τη λόγχη, άμαθο στα χωρατά των Κορών. Είχαν περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια και συμπεριφερόταν σαν παιδάκι που παίζει με το πρώτο του τόξο. Κάτι που πρόσθετε αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της. Αυτός ήταν κι ο λόγος που πήρε τόσο απότομα την επόμενη στροφή, πέφτοντας σχεδόν πάνω στην Τέσλυν Μπάραντον.

Γλιστρώντας αδέξια πάνω στις πρασινοκόκκινες πλάκες του δαπέδου, η Αβιέντα κόντεψε να πέσει πίσω, στηριζόμενη πάνω στην Ηλαίην και στη Νυνάβε. Αυτή τη φορά κατάφερε να μην κοκκινίσει τόσο έντονα, αν και το ήθελε. Ντρεπόταν για την κονταδελφή της όσο και για τον εαυτό της. Η Ηλαίην πάντα διατηρούσε την ψυχραιμία της, ό,τι κι αν συνέβαινε. Ευτυχώς, η Τέσλυν Μπάραντον δεν έδειξε περισσότερο ευχαριστημένη από το συναπάντημα.

Η γυναίκα με το αδρό πρόσωπο αναπήδησε από έκπληξη, ανοίγοντας το στόμα της διάπλατα πριν προλάβει να σταματήσει και κουνώντας εκνευρισμένη τους στενούς της ώμους. Τα οστεώδη μάγουλα κι η στενή μύτη έκρυβαν την αγέραστη ποιότητα των χαρακτηριστικών της Κόκκινης αδελφής, ενώ το πορφυρό φόρεμά της με τα σκούρα μπλε —σχεδόν μαύρα— κεντίδια την έκανε να φαίνεται ακόμα πιο κοκαλιάρα. Ωστόσο, η αυτοκυριαρχία της στεγοκυράς μιας φατρίας δεν άργησε να επανέλθει. Τα σκούρα καστανά μάτια της έγιναν ψυχρά σαν βαθιές σκιές. Το βλέμμα της προσπέρασε την Αβιέντα με μια έκφραση περιφρόνησης, αγνόησε τον Λαν λες κι ήταν ένα εργαλείο στο οποίο δεν έβλεπε καμία χρησιμότητα, κι άστραψε για μια φευγαλέα στιγμή στη θέα της Μπιργκίτε. Οι περισσότερες Λες Σεντάι δεν ενέκριναν το να είναι η Μπιργκίτε Πρόμαχος, αν και καμία δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει πέρα από μερικά ξινά μουρμουρητά σχετικά με την παράδοση. Κατόπιν, η γυναίκα κάρφωσε με τα μάτια διαδοχικά την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Η Αβιέντα θα μπορούσε να έχει ιχνηλατήσει ευκολότερα τον χθεσινό άνεμο παρά να ανιχνεύσει κάτι τώρα στο πρόσωπο της Τέσλυν Μπάραντον.