Η Πόλη που εννοούσε ήταν το Ίλιαν, αν κι η πύλη άνοιξε στα βόρεια της πόλης. Παρά το υποτιθέμενο ενδιαφέρον του Γουίραμον, σπάνια πήγαινε απροστάτευτος και μόνος. Σχεδόν τρεις χιλιάδες άντρες πέρασαν μέσα από αυτή την ψηλή, τετραγωνισμένη τρύπα στον αέρα και ξεχύθηκαν στα κυματιστά λιβάδια, όχι πολύ μακριά από τον πλατύ, λασπερό δρόμο που κατέβαινε στην Οδό του Βορεινού Άστρου. Μολονότι ο κάθε άρχοντας δεν επιτρεπόταν να πάρει μαζί του πάνω από μια χούφτα οπλίτες —σε άντρες που ήταν συνηθισμένοι να ηγούνται μερικών χιλιάδων στρατού, οι εκατό άντρες δεν αποτελούσαν παρά μια χούφτα— τελικά κατέληξαν σε συμφωνία. Δακρυνοί, Καιρχινοί κι Ιλιανοί, Υπερασπιστές της Πέτρας υπό την αρχηγία του Τίχερα, Σύντροφοι στους οποίους ηγούνταν ο Μάρκολιν κι Άσα’μαν που ακολουθούσαν κατά πόδας τον Γκέντγουιν ή, τουλάχιστον, όσοι Άσα’μαν ήρθαν μαζί του. Ο Ντασίβα, ο Φλιν κι οι υπόλοιποι έμειναν με τα άλογά τους κοντά στον Ραντ και λίγο πιο πίσω. Εκτός από τον Ναρίσμα, ο οποίος δεν είχε επιστρέψει ακόμα. Ο άντρας γνώριζε που θα βρει τον κύριό του, αλλά στον Ραντ δεν άρεσε καθόλου αυτή η καθυστέρηση.
Η κάθε ομάδα κρατούσε όσο το δυνατόν αποστάσεις από τις άλλες. Ο Γκέγιαμ με τον Μάρακον και τον Άρακομ κάλπαζαν μαζί με τον Γουίραμον, κοιτώντας πιότερο τον Ραντ παρά τον δρόμο, ενώ ο Γκρέγκοριν Πανάρ μαζί με άλλους τρεις του Συμβουλίου των Εννέα έγερναν πάνω στις σέλες τους και συνομιλούσαν μαλακά και κάπως ανήσυχα. Ο Σεμάραντριντ, έχοντας ξοπίσω του μια παρέα Καιρχινών αρχόντων με σφιχτά πρόσωπα, παρακολουθούσε τον Ραντ εξίσου επιστάμενα όσο κι οι Δακρυνοί. Ο Ραντ είχε διαλέξει όσους επρόκειτο να έρθουν μαζί του το ίδιο προσεκτικά όσο κι αυτούς που έδιωξε, κι οι επιλογές του δεν είχαν πάντα σαν βάση αιτίες συνηθισμένες σε άλλους.
Στην περίπτωση που υπήρχαν θεατές, θα παρακολουθούσαν μια φαντασμαγορική επίδειξη, με όλα αυτά τα λαμπρά λάβαρα και τις σημαίες και τα μικρά κον που εξείχαν από τις πλάτες μερικών Καιρχινών. Λαμπροί, γενναίοι και πολύ επικίνδυνοι άντρες. Μερικοί όντως είχαν μηχανορραφήσει εναντίον του, κι απ’ ό,τι είχε μάθει ο Οίκος Μάραβιν του Σεμάραντριντ είχε συνάψει από παλιά συμμαχία με τον Οίκο Ριάτιν, ο οποίος επαναστάτησε εναντίον του στην Καιρχίν. Ο Σεμάραντριντ δεν αρνούνταν ότι υπήρχε αυτή η σύνδεση, αλλά δεν το είχε αναφέρει ποτέ παρουσία του Ραντ. Το Συμβούλιο των Εννέα ήταν κάτι πολύ καινούργιο γι’ αυτόν για να ρισκάρει να μην τους δώσει σημασία. Ο δε Γουίραμον ήταν ανόητος. Χαμένος στις προσωπικές του μηχανορραφίες, θα έκανε το παν να κερδίσει την εύνοια του Άρχοντα Δράκοντα κουβαλώντας έναν ολόκληρο στρατό ενάντια στους Σωντσάν ή ενάντια στο Μουράντυ ή, το Φως μόνο ξέρει, πού αλλού. Πολύ χαζός για να τον αφήσουν πίσω και πολύ ισχυρός για να αδιαφορήσουν, αποφάσισε να βαδίσει δίπλα στον Ραντ και να θεωρεί τον εαυτό του τιμημένο. Κρίμα που δεν ήταν τόσο ηλίθιος για να κάνει κάτι που θα δικαιολογούσε την εκτέλεσή του.
Πίσω ακολουθούσαν οι υπηρέτες κι οι άμαξες —κανείς δεν καταλάβαινε τον λόγο που ο Ραντ είχε στείλει όλες τις άμαξες με τους υπόλοιπους, και δεν επρόκειτο να τους τον εξηγήσει. Ποιος θα άκουγε, άλλωστε;— και κατόπιν η τεράστια φάλαγγα από περίσσια υποζύγια, με τους οδηγητές τους να προπορεύονται, καθώς και περιπλανώμενες σειρές αντρών με στραπατσαρισμένες παράταιρες πανοπλίες ή με πέτσινα γιλέκα, ραμμένα με σκουριασμένους, ατσάλινους δίσκους, που κουβαλούσαν τόξα, βαλλίστρες ή ακόντια και δόρατα. Οι περισσότεροι ανήκαν σε αυτούς που υπάκουαν στις κλητεύσεις του «Άρχοντα Μπρεντ» κι αποφάσισαν να μη γυρίσουν σπίτια τους άοπλοι. Αρχηγός τους ήταν αυτός ο τύπος με την υγρή μύτη, με τον οποίο ο Ραντ είχε ανταλλάξει μερικές κουβέντες στην άκρη του δάσους, ονόματι Ήγκαν Πάντρος, και πολύ πιο ξύπνιος απ’ ό,τι έδειχνε. Ήταν δύσκολο για έναν αστό να φθάσει ψηλά, στα περισσότερα μέρη τουλάχιστον, αλλά ο Ραντ είχε ξεχωρίσει τον Πάντρος από τους υπόλοιπους. Ο τύπος μάζεψε τους άντρες του στη μια πλευρά, αλλά οι περισσότεροι έκαναν γύρους, σκουντώντας ο ένας τον άλλον στην προσπάθειά τους να έχουν καλύτερη ορατότητα προς τον νότο.
Ο Οδός του Βορεινού Άστρου εκτεινόταν σαν βέλος μέσα από τα ατελείωτα μίλια των καφετιών βάλτων που κύκλωναν το Ίλιαν, ένας πλατύς δρόμος από στουπωμένη λάσπη που διακοπτόταν εδώ κι εκεί από επίπεδες, πέτρινες γέφυρες. Ο νοτιάς κουβαλούσε μαζί του την αλμύρα της θάλασσας καθώς και μια αόριστη οσμή κατεργασμένου δέρματος. Το Ίλιαν ήταν μια απλωτή πόλη, εξίσου μεγάλη με το Κάεμλυν ή με την Καιρχίν. Κεραμιδωτές σκεπές με ζωηρά χρώματα κι εκατοντάδες περίτρανοι πύργοι που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο ήταν ορατά πέρα από αυτή τη θάλασσα του γρασιδιού, όπου περιδιάβαιναν οι μακροπόδαροι γερανοί και πετούσαν σμήνη από λευκά πουλιά, βγάζοντας διαπεραστικές κραυγές. Το Ίλιαν δεν χρειάστηκε ποτέ τείχη. Όχι ότι τα τείχη θα κατόρθωναν να προστατέψουν την Πόλη από τις στρατιές του.