Выбрать главу

Η απογοήτευση ήταν έκδηλη από το γεγονός ότι δεν σκόπευε να μπει στο Ίλιαν, αν και κανείς δεν παραπονιόταν, φανερά τουλάχιστον. Ωστόσο, τα κατηφή πρόσωπα και τα ξινά μουρμουρητά δεν έλειπαν καθώς άρχισαν να στήνουν βιαστικά τους καταυλισμούς. Όπως οι περισσότερες μεγάλες πόλεις, έτσι και το Ίλιαν είχε φήμη για το εξωτικό του μυστήριο, τις ελευθέριων ηθών κοπέλες του και τις πάντα πρόθυμες γυναίκες του. Ανάμεσα, τουλάχιστον, στους άντρες που δεν είχαν βρεθεί ποτέ εκεί, ακόμα κι όταν επρόκειτο για την πρωτεύουσά τους. Η άγνοια έκανε τη φήμη της πόλης όσον αφορά σε παρόμοια ζητήματα να φουντώνει. Όπως είχαν τα πράγματα, μονάχα ο Μορ διέσχιζε καλπάζοντας την οδό. Οι άντρες που, έως εκείνη τη στιγμή, κάρφωναν στο έδαφος τα παλούκια των σκηνών ή τοποθετούσαν σε σειρά τους πασσάλους για τα άλογα, ορθώθηκαν και τον ακολούθησαν με βλέμματα γεμάτα ζήλια. Οι ευγενείς παρακολουθούσαν γεμάτοι περιέργεια, πασχίζοντας να δείξουν το αντίθετο.

Οι Άσα’μαν με τον Γκέντγουιν δεν έδωσαν σημασία στον Μορ, καθώς έστηναν τον δικό τους καταυλισμό, ο οποίος αποτελούνταν από μια κατάμαυρη σκηνή για τον Γκέντγουιν και τον Ρόσεντ κι ένα σημείο όπου το νοτερό καφετί γρασίδι κι η λάσπη είχαν συμπιεστεί και στεγνώσει κι όπου οι υπόλοιποι θα κοιμούνταν τυλιγμένοι με τους μανδύες τους. Αυτό, φυσικά, το είχαν καταφέρει με τη βοήθεια της Δύναμης. Όλα τα έκαναν χρησιμοποιώντας τη Δύναμη, ακόμα και το να ανάψουν φωτιά για το φαγητό. Κάποιοι άλλοι, σε άλλα στρατόπεδα, τους κοιτούσαν με τα μάτια γουρλωμένα, καθώς η σκηνή έμοιαζε να στήνεται από μόνη της και τα σκεπαστά κοφίνια να αιωρούνται από τα σαμάρια, αλλά οι περισσότεροι απέστρεφαν το βλέμμα από τη στιγμή που συνειδητοποιούσαν τι συνέβαινε. Δυο τρεις από τους μαυροντυμένους Στρατιώτες έμοιαζαν να συνομιλούν.

Ο Φλιν κι οι υπόλοιποι δεν ενώθηκαν με τους άντρες του Γκέντγουιν —είχαν κατασκηνώσει σε δύο σκηνές που στήθηκαν λίγο πιο κάτω από αυτή του Ραντ— αλλά ο Ντασίβα περιπλανήθηκε μέχρι το σημείο όπου ο «Ηγέτης της Θύελλας» κι ο «Ηγέτης της Επίθεσης» στέκονταν ήρεμοι, δίνοντας περιστασιακά όλο και κάποια κοφτή διαταγή. Λίγες λέξεις αρκούσαν για να απομακρυνθεί κουνώντας το κεφάλι του και μουρμουρίζοντας θυμωμένα μέσα από τα δόντια του. Ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ δεν ήταν ιδιαίτερα φιλικοί.

Ο Ραντ αποσύρθηκε στη σκηνή του μόλις σκοτείνιασε και ξάπλωσε στο ράντζο φορώντας τα ρούχα του κι ατενίζοντας την επικλινή οροφή. Στο εσωτερικό, σε μια ψευδοροφή κατασκευασμένη από μετάξι, υπήρχαν κεντητές μέλισσες. Ο Χόπγουιλ έφερε μια αχνιστή κανάτα από κασσίτερο, γεμάτη αρωματικό κρασί —μια κι ο Ραντ είχε αφήσει πίσω τους υπηρέτες του— αλλά το κρασί κρύωσε πάνω στο τραπέζι του. Το μυαλό του δούλευε με φρενιτιώδεις ρυθμούς. Δυο τρεις μέρες ακόμα κι οι Σωντσάν θα δέχονταν ένα χτύπημα από το οποίο δεν θα συνέρχονταν ποτέ. Ύστερα, θα επέστρεφε στην Καιρχίν, για να δει πώς προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις με τους Θαλασσινούς, να μάθει τι σκάρωνε η Κάντσουεϊν —είχε ένα χρέος απέναντι της, αλλά σίγουρα κάτι σκάρωνε αυτή η γυναίκα!— κι ίσως να έθετε τέλος στα υπολείμματα της ανταρσίας που είχε ξεσπάσει εκεί. Άραγε, η Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ κι ο Ντάρλιν Σίσνερα είχαν ξεφύγει μέσα στην αναστάτωση; Έχοντας στο χέρι τον Υψηλό Άρχοντα Ντάρλιν, θα μπορούσε να βάλει τέλος ακόμα και στην ανταρσία στο Δάκρυ. Το Άντορ. Αν ο Ματ κι η Ηλαίην βρίσκονταν στο Μουράντυ —κάτι πολύ πιθανό— θα περνούσαν, στην καλύτερη περίπτωση, μερικές βδομάδες ακόμα πριν η Ηλαίην διεκδικήσει τον Θρόνο του Λιονταριού. Κι από τη στιγμή που θα συνέβαινε αυτό, ο ίδιος θα έπρεπε να απομακρυνθεί από το Κάεμλυν. Πάντως, έπρεπε να μιλήσει με τη Νυνάβε. Θα μπορούσε, άραγε, να εξαγνίσει το σαϊντίν; Ίσως και να δούλευε, αλλά ίσως να κατέστρεφε και τον κόσμο ολάκερο. Ο Λουζ Θέριν, έντρομος, έβγαζε άναρθρες κραυγές. Μα το Φως, που ήταν ο Ναρίσμα;

Μια καταιγίδα τύπου κέμαρος ξέσπασε ξαφνικά, ιδιαίτερα έντονη λόγω της εγγύτητας με τη θάλασσα. Η βροχή χτυπούσε τη σκηνή του σαν να έπαιζε ταμπούρλο. Οι λάμψεις από τις αστραπές γέμιζαν την είσοδο με ασπρογάλαζο φως κι ακούγονταν μπουμπουνητά, λες κι ολόκληρα βουνά κυλούσαν πάνω στη γη.

Και ξαφνικά, ο Ναρίσμα μπήκε στη σκηνή μουσκεμένος, με τα μαύρα του μαλλιά να κολλούν στο κεφάλι του. Οι διαταγές που είχε πάρει ήταν να αποφύγει πάση θυσία να γίνει αντιληπτός. Δεν υπήρχε λόγος να καμαρώνει. Το βρεγμένο του πανωφόρι είχε ένα συνηθισμένο καφετί χρώμα και τα μαύρα του μαλλιά ήταν δεμένα προς τα πίσω, αλλά όχι σε πλεξούδα. Ακόμα και χωρίς κουδουνάκια, ένας άντρας με μαλλί μέχρι τη μέση τραβούσε την προσοχή. Ήταν κι αυτός σκυθρωπός και κουβαλούσε υπό μάλης έναν κυλινδρικό μπόγο δεμένο με σχοινί, πιο χοντρό από τον μηρό ενός άντρα, σαν μικρό χαλάκι.