Выбрать главу

Αναπηδώντας από το ράντζο, ο Ραντ άρπαξε τον μπόγο πριν προλάβει ο Ναρίσμα να του τον δώσει. «Σε είδε κανείς;» τον ρώτησε απαιτητικά. «Γιατί άργησες; Σε περίμενα χτες το βράδυ!»

«Μου πήρε κάμποσο μέχρι να καθορίσω επακριβώς πώς έπρεπε να ενεργήσω», αποκρίθηκε ο Ναρίσμα με ανούσια φωνή. «Δεν μου τα ανέφερες όλα. Κόντεψες να με σκοτώσεις».

Αυτό καταντούσε γελοίο. Ο Ραντ τού είχε πει όσα έπρεπε να ξέρει. Ήταν σίγουρος. Δεν υπήρχε λόγος να δείξει τέτοια εμπιστοσύνη στον άντρα, μόνο και μόνο για να τον αφήσει να πεθάνει κι όλα να πάνε στράφι. Δίπλωσε προσεκτικά το δέμα και το τοποθέτησε κάτω από το ράντζο. Τα χέρια του έτρεμαν από τη λαχτάρα να βγάλει τα περιτυλίγματα, να σιγουρευτεί ότι το δέμα περιείχε αυτό που ο Ναρίσμα είχε σταλεί για να του φέρει, και που δεν θα τολμούσε να γυρίσει πίσω αν δεν το είχε στην κατοχή του. «Φόρεσε ένα πανωφόρι της προκοπής πριν πας με τους άλλους», του είπε. «Και, Ναρίσμα...» ο Ραντ ίσιωσε την κορμοστασιά του και κάρφωσε τον άντρα με το ακλόνητο βλέμμα του. «Έτσι και το πεις πουθενά, σε σκότωσα».

Σκότωσε τον κόσμο όλο, ακούστηκε να χασκογελάει ο Λουζ Θέριν, σε έναν γογγυσμό γεμάτο χλευασμό, γεμάτο απόγνωση. Εγώ ξεπάστρεψα όλο τον κόσμο, και το ίδιο μπορείς να κάνεις κι εσύ, αν προσπαθήσεις σκληρά.

Ο Ναρίσμα τον χαιρέτισε βαριά, χτυπώντας τη γροθιά του στο στήθος. «Όπως προστάζεις, Άρχοντα Δράκοντα», είπε ξινά.

Νωρίς-νωρίς το επόμενο πρωί, χίλιοι άντρες της Λεγεώνας του Δράκοντα παρέλασαν έξω από το Ίλιαν, κατά μήκος της Οδού του Βορεινού Άστρου, κάτω από τον σταθερό ρυθμό των τυμπάνων. Τέλος πάντων, ήταν πολύ νωρίς. Παχιά, γκρίζα σύννεφα κυλούσαν στον ουρανό, ενώ μια ψυχρή θαλασσινή αύρα, αψιά από το αλάτι, έκανε τους μανδύες και τα λάβαρα να κυματίζουν, προαναγγέλλοντας μία ακόμα θύελλα. Η Λεγεώνα τράβηξε την προσοχή των οπλιτών που βρίσκονταν ήδη στο στρατόπεδο, με τα βαμμένα μπλε Αντορινά κράνη και τα μακρόστενα γαλάζια πανωφόρια που είχαν μπροστά-μπροστά έναν κεντητό χρυσοκόκκινο Δράκοντα. Ένα μπλε σημαιάκι που απεικόνιζε τον Δράκοντα μαζί με ένα νούμερο σημάδευε κάθε μια από τις πέντε παρέες. Οι Λεγεωνάριοι ήταν διαφορετικοί κατά ποικίλους τρόπους. Ήταν ντυμένοι με θώρακες, για παράδειγμα, φορεμένους όμως κάτω από τα πανωφόρια, έτσι ώστε να μην κρύβουν τους Δράκοντες —αυτός ήταν κι ο λόγος που τα πανωφόρια κούμπωναν μόνο από τη μία μεριά— κι ο κάθε άντρας κουβαλούσε ένα κοντόσπαθο περασμένο στον γοφό του καθώς και μια ατσάλινη βαλλίστρα, με τον καθένα παράπλευρα στον άλλον. Οι αξιωματικοί βάδιζαν, ο καθένας με ένα ψηλό κόκκινο φτερό στην περικεφαλαία, ακριβώς μπροστά από τις σημαίες και τα τύμπανα. Τα μοναδικά άλογα ήταν το ευνουχισμένο ζώο του Μορ με το μαυριδερό χρώμα, επικεφαλής, και τα υποζύγια στην οπισθοφυλακή.

«Πεζικό», μουρμούρισε ο Γουίραμον, τραβώντας τα γκέμια με το γαντοφορεμένο του χέρι. «Που να καώ, εντελώς άχρηστο αυτό το πεζικό. Με την πρώτη εφόρμηση σκορπίζουν. Εμπρός». Η πρώτη φάλαγγα δρασκέλισε το μονοπάτι. Βοήθησαν στην κατάληψη του Ίλιαν και δεν είχαν σκορπίσει.

Ο Σεμάραντριντ κούνησε το κεφάλι του. «Άνευ δοράτων», μουρμούρισε. «Έχω δει στο παρελθόν πεζικό οπλισμένο με δόρατα να αντέχει, αλλά χωρίς...» Ένας αηδιαστικός ήχος βγήκε από το λαρύγγι του.

Ο Γκρέγκοριν Πανάρ, ο τρίτος άντρας που βρισκόταν κοντά στον Ραντ και παρακολουθούσε τις νέες αφίξεις, δεν είπε τίποτα. Ίσως δεν είχε καμιά ιδιαίτερη προκατάληψη για το πεζικό —κι αν ίσχυε αυτό, ήταν ένας από τους ελάχιστους ευγενείς που είχε συναντήσει ο Ραντ με αυτή τη νοοτροπία— αλλά πάσχισε να μη δείχνει βλοσυρός και σχεδόν τα κατάφερε. Όλοι γνώριζαν πια πως οι άντρες με τον Δράκοντα στο στήθος ήταν οπλισμένοι επειδή είχαν επιλέξει να ακολουθήσουν τον Ραντ, τον Αναγεννημένο Δράκοντα, κι αυτό επειδή απλώς το ήθελαν οι ίδιοι. Οι Ιλιανοί θα πρέπει να αναρωτιούνταν ποιος να ήταν αυτός ο προορισμός, για τον οποίο Ραντ ήθελε μεν μαζί του τη Λεγεώνα αλλά δεν εμπιστευόταν το Συμβούλιο των Εννέα. Επιπλέον, ο Σεμάραντριντ τον λοξοκοίταζε. Μονάχα ο Γουίραμον ήταν υπερβολικά ανόητος για να βάλει το μυαλό του να δουλέψει.

Ο Ραντ έστρεψε αλλού τον Ταϊ’ντάισαρ. Το δέμα του Ναρίσμα είχε τυλιχτεί ξανά και τώρα ο μπόγος ήταν λεπτότερος και δεμένος κάτω από τον αριστερό πέτσινο αναβολέα. «Διαλύστε τον καταυλισμό. Φεύγουμε», είπε στους τρεις ευγενείς.