Αυτή τη φορά, άφησε τον Ντασίβα να υφάνει την πύλη για να τους απομακρύνει όλους. Ο τύπος με το επίπεδο πρόσωπο τον κοίταξε συνοφρυωμένος και μουρμούρισε κάτι στον εαυτό του —για κάποιο λόγο έμοιαζε προσβεβλημένος!— ενώ ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ, με τα άλογά τους να ακουμπούν ώμο με ώμο, παρακολουθούσαν με σαρδόνια χαμόγελα καθώς η ασημιά χαραμάδα φωτός άρχισε να περιστρέφεται μέχρι που έγινε μια τρύπα και χάθηκε στο πουθενά. Παρακολουθούσαν πιότερο τον Ραντ παρά τον Ντασίβα. Άσε τους να παρακολουθούν. Πόσο συχνά θα μπορούσε να αδράξει το σαϊντίν ρισκάροντας να ζαλιστεί και να πέσει κάτω πριν του συμβεί πραγματικά; Θα έπρεπε να γίνει σε μέρος που δεν τον έβλεπαν.
Αυτή τη φορά, η πύλη τους έβγαλε σε έναν πλατύ δρόμο σκαλισμένο μέσα από τους χαμηλούς, θαμνώδεις πρόποδες των δυτικών βουνών. Ήταν τα Όρη Νεμάρελιν. Διόλου εφάμιλλα των Ορέων της Ομίχλης, δεν αποτελούσαν ούτε καν ένα μικρό μπάλωμα στη Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, ωστόσο υψώνονταν σκοτεινά και τραχιά με φόντο τον ουρανό, κοφτερές κορυφές που περιέζωναν τη δυτική ακτή του Ίλιαν. Πέρα από αυτά απλωνόταν η Άβυσσος του Κάμπαλ κι ακόμα πιο πέρα...
Οι άντρες αναγνώρισαν σύντομα τις κορυφές. Ο Γκρέγκοριν Πανάρ έριξε μια ματιά τριγύρω κι ένευσε ικανοποιημένος. Οι υπόλοιποι τρεις Σύμβουλοι καθώς κι ο Μάρκολιν σπιρούνισαν τα άλογά τους για να πάνε κοντά του και να του μιλήσουν, ενώ οι καβαλάρηδες εξακολουθούσαν να ξεχύνονται μέσα από την πύλη. Ο Σεμάραντριντ, όπως κι ο Τίχερα, προβληματίστηκαν για ένα λεπτό μέχρι να καταλάβουν τι συνέβαινε.
Ο Ασημένιος Δρόμος διέτρεχε την απόσταση από την Πόλη έως το Λάγκαρντ, κουβαλώντας μαζί του όλο το εμπόριο της ενδοχώρας προς τη δύση. Υπήρχε επίσης κι ένας Χρυσαφένιος Δρόμος που οδηγούσε στο Φαρ Μάντιγκ. Τόσο οι δρόμοι όσο κι οι ονομασίες χρονολογούνταν πριν από την άφιξη των Ιλιανών. Επί ολόκληρους αιώνες ποδοπατούνταν από τροχούς αμαξιών, οπλές και μπότες, ενώ οι κέμαρος έφτιαχναν επάνω τους μια κρούστα από λάσπη. Ήταν ανάμεσα στις ελάχιστες αξιόπιστες οδούς του Ίλιαν για τη μετακίνηση μεγάλων ανθρώπινων ομάδων κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Όλοι είχαν μάθει πια για την ύπαρξη των Σωντσάν στο Έμπου Νταρ, αν και κάμποσες από τις ιστορίες που είχε ακούσει ο Ραντ να κυκλοφορούν ανάμεσα στους οπλίτες περιέγραφαν του εισβολείς σαν τα πιο κακομαθημένα ξαδέρφια των Τρόλοκ. Αν οι Σωντσάν σκόπευαν να χτυπήσουν το Ίλιαν, ο Ασημένιος Δρόμος ήταν το καλύτερο σημείο για να στήσουν την άμυνά τους.
Ο Σεμάραντριντ κι οι υπόλοιποι πίστευαν ότι ήξεραν τα σχέδιά του. Θα πρέπει να είχε μάθει πως οι Σωντσάν ήταν καθ’ οδόν, κι οι Άσα’μαν τους περίμεναν για να τους ξεκάνουν μόλις έκαναν την εμφάνισή τους. Με δεδομένες τις ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τους Σωντσάν, κανείς δεν φαινόταν και πολύ αναστατωμένος, επειδή δεν θα έμεναν και πολλά για να κάνουν οι ίδιοι. Βέβαια, του Γουίραμον θα έπρεπε να του το εξηγήσει κάποιος, μάλλον ο Τίχερα, κι αυτός ήταν πράγματι αναστατωμένος, παρ’ όλο που πάσχισε να το κρύψει πίσω από έναν μεγαλειώδη λόγο σχετικά τη σοφία του Άρχοντα Δράκοντα και τη στρατιωτική ιδιοφυΐα του Άρχοντα του Πρωινού, μαζί με την εκτίμησή του πως ο ίδιος προσωπικά θα ηγούνταν της πρώτης επίθεσης ενάντια σε αυτούς τους Σωντσάν. Επρόκειτο για καθαρόαιμο ηλίθιο. Με λίγη τύχη, όποιος άλλος μάθαινε γι’ αυτήν τη μάζωξη στον Ασημένιο Δρόμο, ίσως να μην ήταν και πολύ εξυπνότερος του Σεμάραντριντ ή του Γκρέγκοριν. Με λίγη τύχη, κανείς από τους σπουδαιότερους δεν θα το μάθαινε πριν να ήταν πολύ αργά.
Κάθισαν και περίμεναν, με τον Ραντ να σκέφτεται πως ήταν θέμα μιας δυο ημερών το πολύ, αλλά όσο οι μέρες διαδέχονταν η μία την άλλη άρχισε να αναρωτιέται μήπως ήταν κι αυτός εξίσου χαζός με τον Γουίραμον.
Οι περισσότεροι Άσα’μαν είχαν ξαμοληθεί σε όλη την επικράτεια του Ίλιαν, του Δακρύου και των Πεδιάδων του Μαρέντο, ψάχνοντας τους υπόλοιπους που είχε χάσει ο Ραντ. Έψαχναν καταμεσής των καταιγίδων κέμαρος. Καλές οι πύλες και το Ταξίδεμα, αλλά ακόμα κι οι Άσα’μαν δυσκολεύονταν να βρουν αυτό που έψαχναν όταν η νεροποντή έκρυβε τα πάντα σε απόσταση πενήντα βημάτων κι οι διαδόσεις βυθίζονταν στα τέλματα. Οι ανιχνευτές Άσα’μαν πέρασαν σε απόσταση ενός μιλίου από τον στόχο τους, αγνοώντας τον, κι όταν στράφηκαν πίσω, έμαθαν πως οι άντρες είχαν απομακρυνθεί ξανά. Μερικοί έπρεπε να προχωρήσουν ακόμα πιο πέρα, αναζητώντας ανθρώπους που δεν ήταν σίγουρο ότι επιθυμούσαν να ανακαλυφθούν. Πέρασαν αρκετές μέρες πριν οι πρώτοι γυρίσουν με κάποια μαντάτα.
Ο Υψηλός Άρχοντας Σούναμον, ένας παχύς και δουλοπρεπής άντρας, ενώθηκε με τον Γουίραμον υπέρ του Ραντ — αν μη τι άλλο. Μελιστάλαχτος, μέσα στο όμορφο μεταξωτό του πανωφόρι, συνεχώς χαμογελούσε κι ήταν πολύ ομιλητικός όσον αφορά στις δηλώσεις του περί αφοσίωσης, παρ’ όλο που μηχανορραφούσε ενάντια στον Ραντ επί τόσο πολύ καιρό, ώστε μάλλον το έκανε πια και στον ύπνο του. Κι ύστερα ήρθε ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν, με το σβολιασμένο πρόσωπο του αγρότη και τα αμύθητα πλούτη, τραυλίζοντας για την τιμή που του γινόταν να ιππεύει για άλλη μια φορά πλάι στον Άρχοντα Δράκοντα. Πάνω απ’ όλα, ο Τορέαν ενδιαφερόταν για το χρυσάφι, με μόνη εξαίρεση τα προνόμια που είχε αφαιρέσει ο Ραντ από τους ευγενείς του Δακρύου. Φάνηκε να απογοητεύεται ιδιαίτερα όταν έμαθε πως δεν υπήρχαν υπηρέτριες στον καταυλισμό κι ότι δεν θα έβρισκε ούτε ένα χωριό στον δρόμο του με πρόθυμες αγρότισσες. Ο Τορέαν μηχανορραφούσε ενάντια στον Ραντ τόσο συχνά όσο σχεδόν κι ο Σούναμον. Ίσως και περισσότερο από τον Γκέγιαμ, τον Μάρακον ή τον Άρακομ.