Выбрать главу

Υπήρχαν κι άλλοι. Ο Μπέρτομ Σάιγκαν, ένας κοντός, στιβαρός κι εύμορφος άντρας με ξυρισμένο το μπροστινό μέρος του κεφαλιού του. Υποθετικά, δεν θρηνούσε και πολύ τον θάνατο της ξαδέλφης του, της Κολαβήρ, τόσο επειδή το γεγονός τον εξύψωνε στη θέση της Υψηλής Έδρας του Οίκου Σάιγκαν, όσο κι επειδή διέρρευσαν κάποιες φήμες που έλεγαν ότι την είχε εκτελέσει ο Ραντ. Ίσως να την είχε δολοφονήσει. Ο Μπέρτομ υποκλίθηκε και χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο που δεν έφτασε ποτέ μέχρι τα σκούρα του μάτια. Κάποιοι έλεγαν πως ήταν πολύ αφοσιωμένος στην ξαδέλφη του. Ακολούθησε η Άιλιλ Ριάτιν, μια λυγερόκορμη αξιοπρεπής γυναίκα με μεγάλα μαύρα μάτια, όχι και τόσο νεαρή αλλά αρκετά χαριτωμένη, η οποία διαμαρτυρόταν πως είχε έναν αξιωματικό της Λόγχης για να ηγηθεί των στρατιωτών της, κι η ίδια δεν είχε την παραμικρή επιθυμία να ανααλάβει αυτή τη θέση. Διακήρυξε δε την αφοσίωσή της προς τον Άρχοντα Δράκοντα. Ο αδελφός της όμως, ο Τόραμ, διεκδικούσε τον θρόνο που ο Ραντ σκόπευε να δώσει στην Ηλαίην, και ψιθυριζόταν πως η Άιλιλ θα έκανε τα πάντα για να βοηθήσει τον αδελφό της. Θα έφτανε ακόμα και στο σημείο να πάει με τους εχθρούς του, να του σταθεί εμπόδιο ή να τον κατασκοπεύσει, ή και τα δύο. Έπειτα, ήρθε ο Νταλθέηνς Ανάλιν κι ο Άμοντριντ Οσιέλιν κι ο Ντόρεσιν Σούλιαντρεντ, άρχοντες που είχαν υποστηρίξει την Κολαβήρ όταν η τελευταία κατέλαβε τον Θρόνο του Ήλιου, όταν πίστευαν πως ο Ραντ δεν θα επέστρεφε ποτέ πια στην Καιρχίν. Καιρχινοί και Δακρυνοί παρουσιάζονταν εναλλάξ, με πενήντα ή εκατό το πολύ, ακολούθους ο καθένας. Επρόκειτο για άντρες και γυναίκες που εμπιστεύονταν ακόμα λιγότερο κι από τον Γκρέγκοριν ή τον Σεμάραντριντ. Οι πιο πολλοί ήταν άντρες, όχι επειδή θεωρούσε τις γυναίκες λιγότερο επικίνδυνες —δεν ήταν δα και τόσο βλάκας. Μια γυναίκα μπορεί να σε ξεκάνει στον διπλάσιο χρόνο από έναν άντρα, και συνήθως για πιο ασήμαντες αιτίες!— αλλά επειδή δεν μπορούσε να πάρει εκεί που πήγαινε μια γυναίκα, παρά μόνο αν ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Η Άιλιλ, για παράδειγμα, δεν το είχε σε τίποτα να χαμογελάει θερμά και ταυτόχρονα να υπολογίζει σε ποιο σημείο των πλευρών σου θα μπήξει το μαχαίρι της. Η Αναγιέλα, μια λυγερή Υψηλή Αρχόντισσα με χαζό χαμόγελο, μια πολύ πετυχημένη απομίμηση μιας ευπαρουσίαστης αλλά ελαφρόμυαλης γυναίκας, δεν είχε προλάβει καλά-καλά να επιστρέψει στο Δάκρυ από την Καιρχίν κι άρχισε να συζητά το θέμα του μέχρι στιγμής ανύπαρκτου θρόνου του Δακρύου. Εντάξει, μπορεί πράγματι να ήταν ηλίθια, αλλά είχε καταφέρει να κερδίσει την υποστήριξη τόσο των ευγενών όσο κι ανθρώπων της πιάτσας.

Κι έτσι, ο Ραντ μάζεψε όλους αυτούς που εδώ και πολύ καιρό δεν κατάφερνε να έχει κάτω από την εποπτεία του. Φυσικά, δεν μπορούσε να του παρακολουθεί όλους ταυτόχρονα, αλλά καλό ήταν να θυμούνται πως όντως τους επέβλεπε μερικές φορές. Τους μάζεψε, λοιπόν, και περίμενε. Επί δύο μέρες. Περίμενε τρίζοντας τα δόντια του. Πέντε μέρες. Οκτώ.

Το ταμπούρλο που έπαιζε η βροχή πάνω στη σκηνή του ελαττωνόταν διαρκώς, όταν έφτασε τελικά κι ο τελευταίος άντρας που περίμενε.

Σκουπίζοντας τις σταγόνες του νερού από το στεγανό ύφασμα της κάπας του, ο Ντάβραμ Μπασίρε φύσηξε με αηδία τη μύτη του πάνω από τα πυκνά γκριζωπά του μουστάκια και πέταξε την κάπα πάνω σε μια πολυθρόνα με ψηλή πλάτη. Κοντοστούπης και με μεγάλη ραμφώδη μύτη, φάνταζε ογκωδέστερος απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Κι αυτό όχι επειδή περπατούσε κορδωμένος, αλλά επειδή θεωρούσε τον εαυτό του εξίσου ψηλό με οποιονδήποτε άλλον άντρα, και κάπως έτσι τον αντιμετώπιζαν κι οι άλλοι. Πολύ σοφό εκ μέρους τους. Η φιλντισένια ράβδος με τη λυκοκεφαλή του Τελετάρχη Στρατηγού της Σαλδαία, χωμένη κάπως απρόσεκτα πίσω από τη ζώνη του ξίφους του, είχε κερδηθεί σε ατελείωτα πεδία μαχών και σε πάρα πολλά τραπέζια συνεδριάσεων. Ήταν ένας από τους ελάχιστους στον οποίο ο Ραντ θα εμπιστευόταν και τη ζωή του ακόμα.