Выбрать главу

«Ξέρω πως δεν σου αρέσουν οι εξηγήσεις», μουρμούρισε ο Μπασίρε, «αλλά θα μπορούσα ίσως να σε διαφωτίσω λιγάκι». Τακτοποιώντας το σπειροειδές ξίφος του, ξάπλωσε άκομψα σε μια άλλη πολυθρόνα και πέρασε το πόδι του πάνω από το μπράτσο της. Ανέκαθεν έδινε μια ράθυμη εντύπωση, αλλά στην ανάγκη μπορούσε να πεταχτεί επάνω σαν ελατήριο. «Αυτός ο τύπος, ο Άσα’μαν, δεν είπε και πολλά χτες, αλλά επεσήμανε να μη φέρω πάνω από χίλιους άντρες. Είχα μόλις τους μισούς και τους έφερα. Δεν μπορεί να πρόκειται για μάχη. Τα μισά σημάδια που είδα εκεί έξω ανήκουν σε άντρες που θα δάγκωναν τη γλώσσα τους, αν έβλεπαν κάποιον πίσω σου να κρατάει μαχαίρι, και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα σε άντρες που θα πάσχιζαν να σου τραβήξουν την προσοχή. Αφού πρώτα πλήρωναν αδρά τον άλλον με το μαχαίρι».

Καθισμένος πίσω από το τραπέζι του και χωρίς να φοράει την πουκαμίσα του, ο Ραντ πίεσε κουρασμένα τις παλάμες του πάνω στα μάτια του. Η Μπόριαν Καρίβιν είχε αφεθεί πίσω και τα φιτίλια στους φανούς χρειάζονταν ξάκρισμα, ενώ μια αδιόρατη θολούρα καπνού αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον, είχε μείνει ξάγρυπνος το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, μελετώντας εντατικά τους χάρτες που ήταν απλωμένοι στο τραπέζι. Χάρτες της νότιας Αλτάρα. Ούτε δύο δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους.

«Αν πρόκειται να δώσεις μάχη», είπε στον Μπασίρε, «τι καλύτερο από το να πληρώσουν τα σπασμένα αυτοί που θέλουν να σε δουν νεκρό; Εν πάση περιπτώσει, αυτή τη μάχη δεν θα την κερδίσουν οι στρατιώτες. Το μόνο που έχουν να κάνουν είναι να εμποδίσουν όποιον θελήσει να πλησιάσει στα κρυφά τους Άσα’μαν. Τι νομίζεις γι’ αυτό;»

Ο Μπασίρε ρουθούνισε τόσο δυνατά που τα βαριά του μουστάκια αναδεύτηκαν. «Νομίζω πως η κατάσταση είναι καζάνι που βράζει, αυτό νομίζω. Κάποιος θα την πληρώσει ακριβά. Ας δεήσει το Φως να μην είμαστε εμείς». Γέλασε λες κι είχε πει ένα ξεκαρδιστικό ανέκδοτο.

Ο Λουζ Θέριν γέλασε κι αυτός.

22

Συννεφιάζει

Κάτω από το αδιάκοπο ψιλοβρόχι, ο μικρός στρατός του Ραντ σχημάτιζε φάλαγγες που διέσχιζαν τους χαμηλούς, αναδιπλούμενους λόφους αντικριστά των κορυφών Νεμάρελιν, που φάνταζαν σκοτεινές κι απότομες με φόντο τον δυτικό ορίζοντα. Δεν ήταν ανάγκη να έχεις μπροστά σου την κατεύθυνση στην οποία ήθελες να Ταξιδέψεις, αλλά οποιοσδήποτε άλλος τρόπος φάνταζε στρεβλός στον Ραντ. Παρά τη βροχή, τα γκρίζα σύννεφα είχαν αρχίσει να αραιώνουν γρήγορα, αφήνοντας το λαμπερό ηλιόφως να περάσει ανάμεσά τους. Ίσως πάλι να έμοιαζε η μέρα λαμπερή έπειτα από την πρόσφατη σκοτεινιά.

Σε τέσσερις από τις φάλαγγες επικεφαλής ήταν οι Σαλδαίοι του Μπασίρε, στραβοκάνηδες κι αθωράκιστοι άντρες με κοντά πανωφόρια, που στέκονταν υπομονετικά πλάι στα άλογά τους κάτω από ένα μικρό δάσος από αστραφτερές κεφαλές δοράτων, ενώ οι άλλες πέντε φάλαγγες αποτελούνταν από άντρες με γαλάζια πανωφόρια και με τον Δράκοντα στο στήθος, αρχηγός των οποίων ήταν ένας κοντός αλλά στιβαρός τύπος ονόματι Τζακ Μάσοντ. Ο Μάσοντ κινούνταν με εκπληκτική γρηγοράδα, αλλά τώρα ήταν εντελώς ακίνητος, με τα πόδια σε διάσταση και τα χέρια διπλωμένα πίσω από την πλάτη. Οι άντρες του ήταν παραταγμένοι, όπως επίσης κι οι Υπερασπιστές κι οι Σύντροφοι, κατηφείς επειδή τους έπαλαν πίσω από το πεζικό. Ήταν κυρίως οι ευγενείς κι οι ακόλουθοι τους που έκοβαν βόλτες τριγύρω, σαν να μην ήξεραν πού να πάνε. Η πυκνή λάσπη κολλούσε στις οπλές και στις μπότες κι έκανε τους τροχούς των αμαξιών να βυθίζονται στο τέλμα. Δυνατές βρισιές υψώθηκαν στον αέρα. Τους πήρε κάμποσο χρόνο μέχρι να στοιχίσουν σχεδόν έξι χιλιάδες μουσκεμένους άντρες, οι οποίοι όσο περνούσε η ώρα μούσκευαν όλο και πιο πολύ. Κι αυτό, χωρίς να υπολογίσουμε τις άμαξες προμηθειών και τις επαναφορτίσεις.

Ο Ραντ φορούσε τα πιο εκλεκτά ρούχα του, έτσι ώστε να ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά. Μια μικρή ποσότητα Δύναμης ήταν αρκετή για να στιλβώσει την κεφαλή του Σκήπτρου του Δράκοντα, κάνοντάς τη να μοιάζει με καθρέφτη, ενώ άλλη μια ποσότητα είχε λουστράρει την Κορώνα από Ξίφη και το χρυσάφι έλαμπε. Η επιχρυσωμένη πόρπη με τον Δράκοντα που στερέωνε τη ζώνη του ξίφους του αντανακλούσε το φως, όπως ακριβώς έκανε και το κέντημα με τις χρυσές κλωστές που κάλυπτε το γαλάζιο μεταξένιο πανωφόρι του. Για μια στιγμή μετάνιωσε που είχε δώσει τα πετράδια που κάποτε στόλιζαν τη λαβή του ξίφους του και το θηκάρι. Η σκούρα προβιά από κάπρο ήταν χρήσιμη, αλλά αυτήν μπορούσε να τη φοράει οποιοσδήποτε οπλίτης. Καλύτερα να τους έδειχνε ποιος ήταν. Να μάθαιναν οι Σωντσάν ποιος ήταν αυτός που είχε έρθει να τους αφανίσει.

Αφήνοντας τον Ταϊ’ντάισαρ σε ένα πλατύ κι επίπεδο κομμάτι γης, ο Ραντ αφέθηκε να παρακολουθεί με ανυπομονησία τους ευγενείς να πηγαινοέρχονται στους λόφους. Λίγο πιο πέρα, ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ ήταν καθισμένοι πάνω στις σέλες τους, μπροστά από τους άντρες τους οι οποίοι είχαν παραταχθεί σε σχηματισμό κουτιού, με τους Αφοσιωμένους στην πρώτη σειρά και τους Στρατιώτες παραταγμένους πίσω. Έμοιαζαν έτοιμοι να παρελάσουν. Οι ψαρομάλληδες κι οι καραφλοί ήταν εξίσου πολλοί με τους νέους —μερικοί εκ των οποίων ήταν στην ηλικία του Χόπγουιλ και του Μορ— αλλά ο καθένας τους ξεχωριστά ήταν αρκετά σθεναρός για να φτιάξει μια πύλη, ένα προσόν που έπρεπε οπωσδήποτε να διαθέτουν. Ο Φλιν με τον Ντασίβα περίμεναν πίσω από τον Ραντ, σε μια ανεπίσημη ομάδα, παρέα με τον Άντλεϋ, τον Μορ, τον Χόπγουιλ και τον Ναρίσμα. Υπήρχαν ακόμα και δύο ευθυτενείς έφιπποι λαβαροφόροι, ένας Δακρυνός κι ένας Καιρχινός, με τους θώρακες, τις περικεφαλαίες, ακόμα και τα ατσαλένια γάντια να αστράφτουν, γυαλισμένα και στιλβωμένα. Το πορφυρό Λάβαρο του Φωτός και το μακρόστενο λευκό Λάβαρο του Δράκοντα κρέμονταν άκαμπτα στάζοντας. Ο Ραντ είχε επικαλεστεί τη Δύναμη στο εσωτερικό της σκηνής του, όπου κανείς δεν μπορούσε να δει το στιγμιαίο του τρίκλισμα, και το ψιλοβρόχι παρά τρίχα δεν άγγιζε τον ίδιον ή το άλογο του.