Выбрать главу

Ένιωθε το μίασμα του σαϊντίν ιδιαίτερα βαρύ σήμερα, σαν παχύρρευστο βρωμερό λάδι που στάλαζε στους πόρους του και λέκιαζε τα κόκαλά του. Την ίδια του την ψυχή. Κατά κάποιον τρόπο, νόμιζε πως είχε συνηθίσει στη ρυπαρότητα, σήμερα ωστόσο η αίσθηση αυτή του έφερνε ναυτία, ήταν κατά πολύ ισχυρότερη από την παγερή φωτιά και τον λιωμένο πάγο του ίδιου του σαϊντίν. Έμενε Κρατημένος στην Πηγή όσο πιο συχνά μπορούσε, αποδεχόμενος τη σιχασιά για να αποφύγει την αναγούλα που θα ένιωθε αν πήγαινε να την αδράξει. Αν άφηνε τη ναυτία να του αποσπάσει την προσοχή από αυτήν ειδικά την προσπάθεια, μπορεί να αποδεικνυόταν θανατηφόρο. Ίσως να υπήρχε κάποιου είδους σύνδεση με τα ξόρκια της ζάλης. Μα το Φως, δεν έπρεπε να τρελαθεί, ούτε να πεθάνει. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. Είχε να κάνει πολλά ακόμα.

Πίεσε το αριστερό του πόδι στα πλευρά του Ταϊ’ντάισαρ, απλά και μόνο για να αισθανθεί τον μακρόστενο πάκο που ήταν δεμένος ανάμεσα στον πέτσινο αναβολέα και στο πορφυρό ύφασμα της σέλας. Κάθε φορά που το έκανε αυτό, κάτι στριφογύριζε στο εξωτερικό μέρος του Κενού. Προσδοκία, ίσως κι ένα ανάλαφρο άγγιγμα τρόμου. Το καλοεκπαιδευμένο ευνουχισμένο του ζώο έκανε να κινηθεί αριστερά, αλλά ο Ραντ το συγκράτησε. Πότε θα έμπαιναν σε μια σειρά αυτοί οι ευγενείς, επιτέλους; Έτριξε τα δόντια του από ανυπομονησία.

Θυμόταν πως, ως παιδί, άκουγε τους άντρες να γελούν όταν έλεγε πως η βροχή με τη λιακάδα μοιάζει σαν να δέρνει ο Σκοτεινός τη Σέμιραγκ. Κάποια από αυτά τα γέλια, πάντως, έκρυβαν μια ανησυχία, κι ο λιπόσαρκος γερο-Τσεν Μπούι γρύλιζε πως η Σέμιραγκ θα θύμωνε πολύ με αυτό, θα άρχιζε τις βρισιές και θα ερχόταν να πάρει τους πιτσιρίκους που δεν υπάκουαν στα λόγια των μεγαλυτέρων. Κι αυτό ήταν αρκετό για να κάνει τον μικρό Ραντ να το βάλει στα πόδια. Ευχήθηκε να παρουσιαζόταν μπροστά του τώρα η Σέμιραγκ, αυτήν τη στιγμή, και θα της έδειχνε αυτός. Θα την έκανε να κλάψει.

Τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη Σέμιραγκ να κλάψει, ακούστηκε η μουρμουριστή φωνή του Λουζ Θέριν. Η Σέμιραγκ κάνει τους άλλους να χύσουν δάκρυα, μα δεν περισσεύουν για τον εαυτό της.

Ο Ραντ γέλασε μαλακά. Αν ερχόταν σήμερα, θα την ανάγκαζε να κλάψει. Κι αυτήν και τους υπόλοιπους Αποδιωγμένους, αρκεί να έρχονταν σήμερα. Το πιο σίγουρο όμως ήταν πως θα έκανε τους Σωντσάν να κλάψουν.

Δεν ήταν όλοι ευχαριστημένοι με τις διαταγές που είχε δώσει. Το δουλοπρεπές χαμόγελο του Σούναμον εξαφανίστηκε μόλις κατάλαβε πως ο Ραντ δεν τον έβλεπε. Ο Τόρεαν είχε ένα φλασκί στο δισάκι του, κάποιο μπράντι σίγουρα, ίσως και κάμποσα φλασκιά, μια κι ενώ έπινε με σταθερούς ρυθμούς δεν ξέμενε ποτέ. Ο Σεμάραντριντ, ο Μάρκολιν κι ο Τίχερα έκαναν την εμφάνισή τους μπροστά στον Ραντ για να διαμαρτυρηθούν μουτρωμένοι για τον αριθμό των στρατιωτών. Λίγα χρόνια πριν, έξι χιλιάδες άντρες αποτελούσαν ικανοποιητικό αριθμό για τη διενέργεια πολέμου, αλλά είχαν δει στρατούς που μετριούνταν σε δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, όπως την εποχή του Άρτουρ του Γερακόφτερου, και για να στραφείς ενάντια στους Σωντσάν χρειαζόσουν πολύ περισσότερους. Τους ξαπόστειλε, αφήνοντάς τους δυσαρεστημένους. Δεν καταλάβαιναν πως πενήντα τόσοι Άσα’μαν αποτελούσαν μια σφιχτή γροθιά, ένα γερό όπλο που ο καθένας θα ονειρευόταν. Ο Ραντ αναρωτήθηκε τι θα σκέφτονταν, αν τους έλεγε πως ήταν ο ίδιος ένα τέτοιο όπλο από μόνος του. Άλλωστε, είχε ήδη σκεφτεί να ενεργήσει μόνος. Ίσως και να παρουσιαζόταν η ανάγκη.