Выбрать главу

Έπειτα, κατέφθασε ο Γουίραμον. Δεν του άρεσε να λαμβάνει διαταγές από τον Μπασίρε, ούτε το ότι θα αναγκάζονταν να σκαρφαλώσουν σε βουνά —δύσκολο να κουβαλάς ένα υπολογίσιμο φορτίο στα βουνά— κι ήταν αντίθετος σε κάμποσα άλλα πράγματα— και σε ακόμα περισσότερα, σίγουρα— τα οποία ο Ραντ δεν του επέτρεψε καν να αναφέρει.

«Φαίνεται πως οι Σαλδαίοι πιστεύουν πως θα έπρεπε να βαδίσω στη δεξιά πτέρυγα», μουρμούρισε ο Γουίραμον υποτιμητικά. Ανασήκωσε τους ώμους του, λες κι η δεξιά πτέρυγα αποτελούσε, για κάποιον λόγο, μεγάλη προσβολή. «Κι όσον αφορά στο πεζικό, Άρχοντα Δράκοντα, νομίζω πως...»

«Εγώ νομίζω πως πρέπει να πεις στους άντρες σου να ετοιμαστούν», αποκρίθηκε ψυχρά ο Ραντ. Μέρος της ψυχρότητας προερχόταν από το γεγονός της αίσθησης ότι αιωρούνταν σε αυτό το συναισθηματικό κενό. «Αλλιώς, δεν σε βλέπω να βαδίζεις σε καμία πτέρυγα». Εννοούσε πως δεν το είχε σε τίποτα να τον αφήσει πίσω αν δεν προετοιμαζόταν εγκαίρως. Το σίγουρο ήταν πως ένα τέτοιος βλάκας δεν θα προξενούσε και τόσο μεγάλη φασαρία σε αυτό το ερημικό σημείο με τόσο λίγους οπλίτες. Ο Ραντ θα γύριζε πριν ο άντρας προλάβαινε να βαδίσει εναντίον οποιουδήποτε μέρους μεγαλύτερου από χωριό.

Το πρόσωπο του Γουίραμον χλώμιασε, λες και το αίμα αποστραγγίστηκε εντός του. «Όπως προστάζει ο Άρχοντας Δράκοντας», είπε βιαστικά, περιστρέφοντας το άλογό του προτού καν ξεστομίσει τις λέξεις. Αυτή τη φορά, επρόκειτο για ένα ψηλό καστανοκόκκινο ζώο.

Η ωχρή Αρχόντισσα Άιλιλ τράβηξε τα ηνία του αλόγου της για να σταματήσει μπροστά στον Ραντ, συνοδευόμενη από την Υψηλή Αρχόντισσα Αναγιέλα. Οι δυο τους σχημάτιζαν ένα παράξενο ζευγάρι, κι όχι μονάχα επειδή τα έθνη τους μισούνταν μεταξύ τους. Η Άιλιλ ήταν ψηλή για Καιρχινή, αν και μόνο για Καιρχινή, και τα πάντα επάνω της ακτινοβολούσαν μεγαλοπρέπεια κι ακρίβεια, από το ανασήκωμα των φρυδιών της μέχρι τη συστροφή του καρπού με το κόκκινο γάντι και τον τρόπο με τον οποίο η κάπα για τη βροχή με τον μαργαριταρένιο γιακά ήταν απλωμένη πάνω στα καπούλια της σταχτόγκριζης φοράδας της. Αντίθετα με τον Σεμάραντριντ ή τον Μάρκολιν, τον Γουίραμον ή τον Τίχερα, ούτε καν τρεμόπαιξε τα μάτια της μόλις είδε τις σταγόνες της βροχής να κυλούν γύρω του. Η Αναγιέλα, ωστόσο, βλεφάρισε, άφησε μια άναρθρη κραυγή και χαχάνισε νευρικά, καλύπτοντας το στόμα με την παλάμη της. Ήταν λυγερόκορμη κι αόριστα όμορφη, ενώ η κάπα για τη βροχή είχε ένα κολάρο από ρουμπίνια κι, επιπλέον, ήταν κεντητή με χρυσάφι, εκεί όμως τελείωνε η οποιαδήποτε ομοιότητα με την Άιλιλ. Η Αναγιέλα ήταν η προσωποποίηση της επιτηδευμένης κομψότητας και των προσποιητών χαμόγελων. Όποτε υποκλινόταν αυτή, το άσπρο ευνουχισμένο της άλογο λύγιζε τα μπροστινά του πόδια. Το κορδωτό ζώο ήταν πολύ επιδεικτικό, αλλά ο Ραντ υποπτευόταν πως δεν είχε σθένος, όπως ακριβώς κι η αφέντρα του.

«Άρχοντα Δράκοντα», είπε η Άιλιλ, «θα χρειαστεί να διαμαρτυρηθώ ακόμα μια φορά για ό,τι αφορά στον συνυπολογισμό μου σε αυτή την... αποστολή». Η φωνή της, αν όχι εχθρική, ήταν ψυχρή κι ουδέτερη. «Θα στείλω τους ακολούθους μου όπου κι όποτε επιθυμείς, αλλά δεν έχω καμιά διάθεση να βρεθώ καταμεσής της μάχης».

«Όχι βέβαια», πρόσθεσε η Αναγιέλα, κι ένα διακριτικό ρίγος τη διαπέρασε. Ακόμα κι ο τόνος της φωνής της ήταν προσποιητός! «Άσχημο πράγμα αυτές οι μάχες. Έτσι λέει ο Αφέντης των Αλόγων. Σίγουρα δεν θα μας αναγκάσεις να συμμετάσχουμε, Άρχοντα Δράκοντα; Ακούσαμε πως νοιάζεσαι ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Έτσι δεν είναι, Άιλιλ;»

Ο Ραντ είχε μείνει άναυδος, τόσο που το Κενό κατέρρευσε και το σαϊντίν χάθηκε. Οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να σταλάζουν μέσα από τα μαλλιά του και να διαποτίζουν τον μανδύα του, αλλά προς στιγμήν, αδράχνοντας το μπροστάρι της σέλας του για να κρατηθεί όρθιος και παρατηρώντας τέσσερις γυναίκες αντί για δύο, ήταν πολύ σαστισμένος για να το προσέξει. Πόσα γνώριζαν, άραγε; Μήπως είχαν ακούσει κάτι; Πόσοι το ήξεραν; Πώς το έμαθαν; Μα το Φως, οι φήμες τον ήθελαν να έχει σκοτώσει τη Μοργκέις, την Ηλαίην, την Κολαβήρ, ίσως κι εκατό άλλες γυναίκες, την κάθε μια με χειρότερο τρόπο από την άλλη! Ξεροκατάπιε για να μην κάνει εμετό. Μόνο εν μέρει έφταιγε το σαϊντίν για αυτό. Που να καώ, πόσοι κατάσκοποι με παρακολουθούν τελικά; Η σκέψη είχε τη μορφή γρυλισμού.

Οι νεκροί παρακολουθούν, ακούστηκε η ψιθυριστή φωνή του Λουζ Θέριν. Οι νεκροί ποτέ δεν κλείνουν τα μάτια. Ο Ραντ αναρίγησε.

«Όντως, προσπαθώ να νοιάζομαι για τις γυναίκες», τους είπε μόλις κατάφερε να μιλήσει. Γρηγορότερα από άντρα και για πιο ασήμαντες αιτίες. «Γι’ αυτό, θέλω να σας έχω από κοντά τις επόμενες λίγες μέρες. Αλλά, αν απεχθάνεστε τόσο πολύ την ιδέα αυτή, θα μπορούσα να το αναθέσω σε κάποιον από τους Άσα’μαν. Θα είστε ασφαλείς στον Μαύρο Πύργο». Η Αναγιέλα τσίριξε χαριτωμένα, αλλά το πρόσωπό της έγινε γκριζωπό.