Выбрать главу

«Οι Αποδιωγμένοι, μια θύελλα που δεν είναι θύελλα, συν ένα Σκιογέννημα για το οποίο δεν έχω ακούσει ποτέ τίποτα», είπε πικρόχολα η Τέσλυν Μπάραντον. «Για να μην αναφέρουμε το Μαύρο Άτζα. Μα το Φως! Το Μαύρο Άτζα! Μήπως κι ο ίδιος ο Σκοτεινός;» Το στραβό χαμόγελο έκανε τα χείλη της λεπτά σαν ξυράφι. Με μια άκρως περιφρονητική κίνηση, τράβηξε το μανίκι της από τη λαβή της Νυνάβε. «Όταν επιστρέψεις στον Λευκό Πύργο, όπου ανήκεις, ντυμένη στα λευκά, όπως σου αρμόζει, θα μάθεις να μη χάνεις την ώρα σου με φαντασιώσεις και να μη διαδίδεις αυτά τα παραμύθια στις αδελφές». Διατρέχοντας με το βλέμμα της τις υπόλοιπες γυναίκες, προσπερνώντας για άλλη μια φορά την Αβιέντα, η Τέσλυν ρουθούνισε δυνατά κι άρχισε να διασχίζει τον διάδρομο τόσο γρήγορα, ώστε οι υπηρέτες έφευγαν από τον διάβα της.

«Τι θράσος που έχει αυτή η γυναίκα...!» είπε η Νυνάβε πλαταγίζοντας τη γλώσσα της, ρίχνοντάς της αγριωπά βλέμματα και σφίγγοντας την πλεξούδα της και με τα δυο της χέρια. «Ύστερα από τόσα...!» Τα λόγια της πνίγηκαν στο λαρύγγι της. «Τέλος πάντων, προσπάθησα». Από τον τόνο της φωνής της ήταν φανερό πως είχε μετανιώσει γι’ αυτήν την προσπάθεια.

«Όντως προσπάθησες», συμφώνησε η Ηλαίην με ένα κοφτό νεύμα. «Και, μάλιστα, περισσότερο απ’ όσο τής αξίζει. Αρνήθηκε πως είμαστε Άες Σεντάι! Αυτό δεν πρόκειται να το ανεχτώ άλλο! Φτάνει πια!» Η φωνή της έμοιαζε ψυχρή προηγουμένως, αλλά τώρα ήταν παγερή και ζοφερή.

«Πώς μπορείς να εμπιστευτείς κάποια σαν κι αυτή;» μουρμούρισε η Αβιέντα. «Ίσως πρέπει να σιγουρευτούμε πως δεν θα ανακατευτεί». Κοίταξε εξεταστικά τη γροθιά της. Η Τέσλυν Μπάραντον θα έπαιρνε ένα καλό μάθημα. Της άξιζε να πέσει στα χέρια του Σκιόψυχου, ακόμα και της ίδιας της Μογκέντιεν. Οι ανόητοι πρέπει να δέχονται και τις επιπτώσεις της ανοησίας τους.

Η Νυνάβε φάνηκε να εξετάζει σοβαρά την πρόταση της, αλλά τελικά είπε: «Αν δεν ήξερα κάποια πράγματα, θα έλεγα πως είναι έτοιμη να προκαλέσει την Ελάιντα». Πλατάγισε τη γλώσσα της γεμάτη οργή.

«Αν προσπαθήσεις να αποκρυπτογραφήσεις τις τάσεις στην πολιτική των Άες Σεντάι, θα σου έρθει ζαλάδα». Η Ηλαίην δεν ανέφερε πως η Νυνάβε θα έπρεπε να έχει ήδη υπ’ όψιν της κάτι τέτοιο, αλλά ο τόνος της φωνής της αυτό υπαινισσόταν. «Ακόμα και μια Κόκκινη θα μπορούσε να στραφεί ενάντια στην Ελάιντα, για κάποιον λόγο που δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε. Ή θα μπορούσε να προσπαθεί να μας κάνει να χαλαρώσουμε την επαγρύπνησή μας, έτσι ώστε να χρησιμοποιήσει κάποιο κόλπο και να μας ρίξει στα χέρια της Ελάιντα. Ή—»

Ο Λαν έβηξε. «Αν κάποιοι από τους Αποδιωγμένους είναι καθ’ οδόν», είπε με φωνή σαν καλογυαλισμένο πετράδι, «μπορεί να καταφθάσουν από στιγμή σε στιγμή, μαζί με το γκόλαμ. Όπως και να’ χει, καλύτερα να βρισκόμαστε μακριά».

«Με τις Άες Σεντάι, χρειάζεται πάντα λίγη υπομονή», μουρμούρισε η Μπιργκίτε σαν να ανέφερε κάποιο ρητό. «Φαίνεται, όμως, ότι οι Ανεμοσκόποι δεν διαθέτουν καθόλου», συνέχισε, «οπότε καλά θα κάνεις να ξεχάσεις την Τέσλυν και να θυμηθείς τη Ρενάιλ».

Η Ηλαίην με τη Νυνάβε κοίταξαν τόσο ψυχρά τους Προμάχους, που το βλέμμα τους θα μαρμάρωνε ακόμα και δέκα Σκυλιά της Πέτρας. Σε καμία δεν άρεσε η προοπτική να τρέξει να ξεφύγει από τον Σκιόψυχο ή από το γκόλαμ, αν κι οι ίδιες είχαν αποφασίσει πως δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Το σίγουρο ήταν πως δυσανασχετούσαν στην υπενθύμιση ότι θα χρειαζόταν να βιαστούν, τόσο για να ανταμώσουν τις Ανεμοσκόπους, όσο και για να ξεφύγουν από τους Αποδιωγμένους. Η Αβιέντα θα έπρεπε να έχει μελετήσει αυτά τα βλέμματα· οι Σοφές έκαναν με μια ματιά ή με ελάχιστες λέξεις αυτό, που για να κάνει η ίδια χρειαζόταν την απειλή ενός δόρατος ή μιας γροθιάς· μόνο που το έκαναν γρηγορότερα και με μεγαλύτερη επιτυχία. Θα έπρεπε να έχει μελετήσει την Ηλαίην και τη Νυνάβε, μόνο που οι αγριωπές τους ματιές δεν φαίνονταν να έχουν κανένα ορατό αποτέλεσμα πάνω στο ζευγάρι. Η Μπιργκίτε χαμογέλασε κι έριξε το βλέμμα της προς το μέρος του Λαν, ο οποίος ανασήκωσε τους ώμους του με προφανή αυτοσυγκράτηση.