Выбрать главу

Ο Μπασίρε τον πρόλαβε πριν φτάσει στο πέρασμα. Το καστανοκόκκινο ζώο του άντρα ήταν μικρό —οι περισσότεροι Σαλδαίοι ίππευαν μικροσκοπικά άλογα— αλλά γοργό. «Φαίνεται πως εδώ δεν υπάρχει ίχνος Σωντσάν», είπε τεμπέλικα σχεδόν, χαϊδεύοντας τα μουστάκια του με τις αρθρώσεις των δακτύλων του. «Θα έπρεπε, όμως. Η Τενόμπια θα ήθελε να έχει το κεφάλι μου καρφωμένο στον πάσσαλο το συντομότερο, επειδή ακολούθησα έναν ζωντανό Αναγεννημένο Δράκοντα, πόσω μάλλον έναν νεκρό».

Ο Ραντ συνοφρυώθηκε. Ίσως θα μπορούσε να αναθέσει στον Φλιν να προσέχει τα νώτα του και στον Ναρίσμα επίσης και... στο κάτω-κάτω, ο Φλιν τού είχε σώσει τη ζωή. Ο άνθρωπος θα πρέπει να ήταν ειλικρινής, αλλά με την πάροδο του χρόνου όλοι αλλάζουν. Κι ο Ναρίσμα; Έπειτα απ’ όλα αυτά...; Ένιωθε κάπως άχαρος με το ρίσκο που είχε πάρει. Όχι, δεν έτρεμε τον ίσκιο του. Ο Ναρίσμα είχε όντως αποδειχτεί ειλικρινής, αν και το ρίσκο εξακολουθούσε να παραμένει υψηλό. Ήταν παρανοϊκό να τρέχει να ξεφύγει από διάφορα βλέμματα για τα οποία δεν ήταν καν σίγουρος, να τρέχει να κρυφτεί χωρίς να ξέρει καν τι τον περιμένει. Ο Μπασίρε είχε δίκιο, αλλά ο Ραντ δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό περισσότερο.

Οι πλαγιές που οδηγούσαν ψηλά, στο πέρασμα, καλύπτονταν από γυμνή πέτρα κι από ογκόλιθους διαφόρων μεγεθών, αλλά ανάμεσα στη φυσική πέτρα κείτονταν φθαρμένα κομμάτια από κάτι που, κάποτε, θα πρέπει να ήταν ένα τεράστιο άγαλμα. Σε κάποια από αυτά αναγνώριζες πως επρόκειτο για δουλεμένη πέτρα, σε άλλα ακόμα περισσότερο. Ένα χέρι μεγάλο σαν το στήθος του, που είχε ένα δαχτυλίδι, άδραχνε τη λαβή ενός σπαθιού, το στέλεχος του οποίου ήταν σπασμένο κι η λάμα του πλατύτερη από το χέρι του. Ένα μεγάλο γυναικείο κεφάλι με ρυτίδες στο πρόσωπο και με μια κορώνα φτιαγμένη λες από τεντωμένες λεπίδες, μερικές εκ των οποίων ήταν ακέραιες ακόμα.

«Ποια πιστεύεις πως μπορεί να ήταν αυτή;» ρώτησε. Κάποια βασίλισσα, φυσικά. Μπορεί οι έμποροι κι οι λόγιοι να φορούσαν στέμματα σε κάποια μακρινή εποχή, αλλά μόνο σε ηγεμόνες και στρατηγούς άρμοζαν αγάλματα.

Ο Μπασίρε στριφογύρισε πάνω στη σέλα του για να περιεργαστεί το κεφάλι, πριν ανοίξει το στόμα του να μιλήσει. «Στοιχηματίζω πως πρόκειται για κάποια Βασίλισσα της Σιότα», είπε τελικά. «Όχι πολύ παλιά. Κάποτε, είδα ένα άγαλμα κατασκευασμένο στο Έχαρον κι ήταν τόσο φθαρμένο που δεν μπορούσες να διακρίνεις αν ανήκε σε άντρα ή σε γυναίκα. Αν ήταν γυναίκα, θα πρέπει να επρόκειτο για κάποια κατακτήτρια, αλλιώς δεν θα την απεικόνιζαν με σπαθί στο χέρι. Απ’ ό,τι θυμάμαι, η Σιότα έστεφε τους ηγεμόνες που επέκτειναν τα σύνορά της. Μπορεί να το αποκαλούσαν Κορώνα από Ξίφη, ε; Μια Καφετιά αδελφή θα μπορούσε να σου πει κάτι παραπάνω».

«Δεν έχει και πολλή σημασία», είπε ο Ραντ κάπως εκνευρισμένος. Πράγματι, έμοιαζαν με ξίφη.

Ωστόσο, ο Μπασίρε συνέχισε να μιλάει, με τα γκριζωπά του φρύδια χαμηλωμένα και μια σοβαρή έκφραση χαραγμένη στο πρόσωπό του. «Φαντάζομαι πως θα την επευφημούσαν χιλιάδες λαού, θα την αποκαλούσαν ελπίδα της Σιότα, μπορεί και να το πίστευαν κιόλας. Στην εποχή της θα τη σέβονταν και θα τη φοβούνταν όσο και τον Άρτουρ τον Γερακόφτερο αργότερα, αλλά τώρα πια ούτε οι Καφετιές αδελφές δεν θα θυμούνται το όνομά της. Όταν πεθαίνεις, ο κόσμος ξεχνάει ποιος ήσουν και τι έκανες ή τι προσπάθησες να κάνεις. Στο κάτω-κάτω, όλοι πεθαίνουν κι όλοι ξεχνιούνται, αλλά, που να πάρει, δεν υπάρχει λόγος να πεθάνεις πριν την ώρα σου».

«Δεν σκοπεύω», είπε κοφτά ο Ραντ. Ήξερε πού επρόκειτο να πεθάνει, ίσως και πότε. Έτσι νόμιζε, τουλάχιστον.

Με την άκρη του ματιού του πρόσεξε κάποια κίνηση, εκεί όπου η γυμνή πέτρα παραχωρούσε τη θέση της στους θάμνους και στα λεπτοκαμωμένα δέντρα. Πενήντα πόδια μακρύτερα, ένας άντρας φάνηκε στο ξέφωτο και σήκωσε το τόξο του, τραβώντας απαλά τη χορδή με το βέλος μέχρι το μάγουλο του. Όλα φάνηκαν να συμβαίνουν ταυτόχρονα.

Γρυλίζοντας, ο Ραντ τράβηξε τα γκέμια του Ταϊ’ντάισαρ για να τον αναγκάσει να γυρίσει, παρακολουθώντας τον τοξότη που ακολούθησε την κίνησή του. Άδραξε το σαϊντίν, κι η γλυκιά ζωή μαζί με τη λέρα τον πλημμύρισε. Έστρεψε το κεφάλι του. Υπήρχαν δύο τοξότες. Αισθάνθηκε τη χολή στο λαρύγγι του καθώς άρχισε να παλεύει, ανεξέλεγκτα κύματα Δύναμης που προσπαθούσαν να τον καυτηριάσουν έως το κόκαλο και να του παγώσουν τη σάρκα. Του ήταν αδύνατον να τα ελέγξει. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει για να μείνει ζωντανός. Προσπάθησε απεγνωσμένα να καθαρίσει την όρασή του, να δει όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα, έτσι ώστε να υφάνει τις ροές που με το ζόρι μπορούσε να σχηματίσει, με τη ναυτία να τον κατακλύζει εξίσου έντονα με τη Δύναμη. Νόμισε πως άκουσε τον Μπασίρε να ουρλιάζει. Οι δύο τοξότες ελευθέρωσαν τα βέλη τους.