Ο Ραντ κανονικά θα έπεφτε νεκρός. Από αυτήν την απόσταση, ακόμα κι ένα μικρό αγόρι θα έβρισκε στόχο. Ίσως τον έσωσε το γεγονός πως ήταν τα’βίρεν. Καθώς ο τοξότης ελευθέρωνε το βέλος, ένα κοπάδι ορτύκια με γκρίζα φτερά έπεσε σχεδόν στα πόδια του με διαπεραστικές κραυγές. Δεν ήταν αρκετά για να ανατρέψουν έναν έμπειρο άντρα, κι όντως ο άντρας απλώς τραβήχτηκε λίγο. Ο Ραντ ένιωσε τον αέρα από το βέλος που πέρασε πλάι από το μάγουλο του.
Μπάλες φωτιάς στο μέγεθος γροθιάς χτύπησαν ξαφνικά τον τοξότη κι εκείνος ούρλιαξε καθώς τίναξε ψηλά τα μπράτσα του, κρατώντας ακόμα το τόξο. Άλλη μια φωτεινή μπάλα τον χτύπησε στο αριστερό πόδι, κοντά στο γόνατο, κι έπεσε κραυγάζοντας.
Γέρνοντας πάνω στη σέλα του, ο Ραντ έκανε εμετό. Το στομάχι του προσπάθησε να αδειάσει όσα γεύματα είχε φάει. Το Κενό και το σαϊντίν τον άφησαν με μια αηδιαστική αίσθηση διαστροφής. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο για να μην πέσει.
Μόλις στήθηκε ξανά στα πόδια του, πήρε το άσπρο λινό μαντίλι που του πρόσφερε σιωπηλά ο Μπασίρε και σκούπισε το στόμα του. Ο Σαλδαίος τον κοιτούσε συνοφρυωμένος και γεμάτος ενδιαφέρον, όπως έπρεπε άλλωστε. Το στομάχι του Ραντ έψαχνε να βρει και τα τελευταία υπολείμματα για να ξεράσει. Είχε την εντύπωση πως είχε χλωμιάσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το να χάνεις το σαϊντίν με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να σε σκοτώσει. Ωστόσο, διαισθανόταν ακόμα την Πηγή. Αν μη τι άλλο, το σαϊντίν δεν τον είχε εξαντλήσει. Έβλεπε καθαρά πια. Υπήρχε μόνο ένας Ντάβραμ Μπασίρε. Κάθε φορά όμως που άδραχνε το σαϊντίν, έμοιαζε όλο και πιο άρρωστος.
«Για να δούμε αν απέμεινε τίποτα από αυτόν τον τύπο για να του μιλήσουμε», είπε στον Μπασίρε. Όμως, δεν είχαν απομείνει και πολλά πράγματα.
Ο Ρόσεντ είχε σπεύσει αμέσως, εξετάζοντας ήρεμα το ξεσκισμένο πτώμα και τον καταματωμένο μανδύα του άντρα. Εκτός από το κομμένο χέρι και πόδι, ο νεκρός άντρας είχε μια μαυρισμένη τρύπα, μεγάλη σαν το κεφάλι του, που του διαπερνούσε το στήθος. Ήταν ο Ήγκαν Πάντρος· τα απλανή μάτια του κοιτούσαν με έκπληξη τον ουρανό. Ο Γκέντγουιν αγνόησε το πτώμα στα πόδια του και, με βλέμμα παγερό σαν του Ρόσεντ, προτίμησε να κοιτάει εξεταστικά τον Ραντ. Κι οι δύο άντρες κατείχαν το σαϊντίν. Περιέργως, ο Λουζ Θέριν μονάχα γόγγυζε.
Ακούστηκε η κλαγγή από οπλές που χτυπούν πάνω σε πέτρα, κι ο Φλιν με τον Ναρίσμα φάνηκαν να καλπάζουν την ανηφοριά, ακολουθούμενοι από εκατό σχεδόν Σαλδαίους. Καθώς πλησίαζαν, ο Ραντ διαισθάνθηκε τη Δύναμη να κατακλύζει τον ηλικιωμένο και τον νεότερο άντρα, τόση όση μπορούσαν να κουμαντάρουν οι δυο τους. Είχαν κάνει μεγάλη πρόοδο από την εποχή των Πηγαδιών του Ντουμάι. Ήταν συνηθισμένο μεταξύ των αντρών. Οι γυναίκες προόδευαν με σταθερούς αλλά αργούς ρυθμούς, όμως οι άντρες έκαναν άλματα. Ο Φλιν ήταν ισχυρότερος από τον Γκέντγουιν ή τον Ρόσεντ, κι ο Ναρίσμα δεν υπολειπόταν και τόσο. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Κανείς δεν ήξερε που θα κατέληγε αυτό. Ωστόσο, κανείς εκ των δύο δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τον Ραντ. Όχι ακόμα, δηλαδή. Άγνωστο, όμως, τι θα γινόταν στο μέλλον. Πάντως, δεν επρόκειτο να φτάσει στο σημείο να φοβάται τον ίσκιο του.
«Φαίνεται πως καλώς αποφασίσαμε να σε ακολουθήσουμε, Άρχοντα Δράκοντα». Η φωνή του Γκέντγουιν ήταν γεμάτη ενδιαφέρον, ελαφρά ντροπαλή αλλά και χλευαστική. «Μήπως σε βασανίζει κάποια στομαχική αδιαθεσία σήμερα;»
Ο Ραντ απλώς κούνησε το κεφάλι του. Αδυνατούσε να πάρει το βλέμμα του από το πρόσωπο του Πάντρος. Γιατί; Επειδή κατέκτησε το Ίλιαν; Επειδή ο άντρας στάθηκε πιστός στον «Άρχοντα Μπρεντ»;
Με ένα δυνατό επιφώνημα, ο Ρόσεντ τράβηξε ένα πουγκί από δέρμα σαμουά από την τσέπη του πανωφοριού του Πέντρος και το γύρισε κάθετα προς το έδαφος. Λαμπερά, χρυσά νομίσματα σκορπίστηκαν στο πέτρινο έδαφος, αναπηδώντας και κουδουνίζοντας. «Τριάντα κορώνες», γρύλισε. «Κορώνες της Ταρ Βάλον. Δεν αμφιβάλλω ποιος τον πλήρωσε». Άρπαξε ένα νόμισμα και το πέταξε προς το μέρος του Ραντ, αλλά αυτός δεν έκανε καμιά προσπάθεια να το πιάσει, κι έτσι το νόμισμα αναπήδησε στο μπράτσο του.
«Υπάρχει αφθονία από νομίσματα της Ταρ Βάλον», είπε ήρεμα ο Μπασίρε. «Οι μισοί άντρες σ’ αυτήν την κοιλάδα, εμού συμπεριλαμβανομένου, έχουν μερικά στις τσέπες τους». Ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ στριφογύρισαν και τον κοίταξαν. Ο Μπασίρε χαμογέλασε πίσω από τα παχιά του μουστάκια ή τουλάχιστον έδειξε τα δόντια του, αλλά κάποιοι από τους Σαλδαίους αναδεύτηκαν ανήσυχα πάνω στις σέλες τους, ψηλαφίζοντας τα πουγκιά που είχαν δεμένα στις ζώνες τους.