Ψηλά, στο σημείο που το μονοπάτι γινόταν για λίγο επίπεδο ανάμεσα στις απότομες πλαγιές του βουνού, μια σχισμή φωτός περιστράφηκε κι έγινε πύλη, κι ένας Σιναρανός με λοφίο κι απέριττο μαύρο πανωφόρι πέρασε από μέσα σέρνοντας το άλογό του. Φαίνεται πως είχε εμφανιστεί ο πρώτος Σωντσάν και μάλιστα όχι πολύ μακριά, κρίνοντας από το γεγονός πως ο άντρας είχε γυρίσει τόσο γρήγορα.
«Ώρα να φεύγουμε», είπε ο Ραντ στον Μπασίρε. Ο άντρας συγκατένευσε χωρίς να σαλέψει. Αντί γι’ αυτό, περιεργάστηκε τους δύο Άσα’μαν που στέκονταν δίπλα στον Πάντρος. Εκείνοι τον αγνόησαν.
«Τι θα κάνουμε μ’ αυτόν;» ρώτησε απαιτητικά ο Γκέντγουιν, δείχνοντας προς το πτώμα. «Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να τον στείλουμε πίσω, στις μάγισσες».
«Άφησέ τον», αποκρίθηκε ο Ραντ.
Είσαι έτοιμος να σκοτώσεις τώρα; ρώτησε ο Λουζ Θέριν. Η φωνή του κάθε άλλο παρά φωνή παράφρονα ήταν.
Όχι ακόμα, σκέφτηκε ο Ραντ. Σύντομα.
Σπιρουνίζοντας τα πλευρά του Ταϊ’ντάισαρ, κάλπασε προς τη μεριά του στρατού του. Ο Ντασίβα με τον Φλιν τον ακολούθησαν από κοντά, όπως επίσης κι ο Μπασίρε με τους εκατό Σαλδαίους. Κοιτούσαν τριγύρω, σαν να περίμεναν ακόμα μία ενέδρα που θα απειλούσε τη ζωή του. Ανατολικά, τα μαύρα σύννεφα μαζεύονταν γύρω από τις κορυφές, προμηνώντας άλλη μία καταιγίδα κέμαρος. Σύντομα.
Ο καταυλισμός στην κορυφή του λόφου ήταν σχεδιασμένος με μεγάλη λεπτομέρεια, με ένα φιδογυριστό ποταμάκι εκεί κοντά για τη παροχή νερού και καλή ορατότητα προς τους πιο ομαλούς δρόμους του μεγάλου ορεινού λειμώνα. Ο Ασίντ Μπάκουν δεν ένιωθε και τόσο περήφανος σε αυτό το στρατόπεδο. Στη διάρκεια των τριάντα χρόνων υπηρεσίας του στον Στρατό της Παντοτινής Νίκης είχε φτιάξει εκατοντάδες καταυλισμούς, και γι’ αυτόν ήταν το ίδιο σαν να ένιωθε περήφανος επειδή περπάτησε μέσα σε ένα δωμάτιο χωρίς να πέσει κάτω. Ούτε ένιωθε καμιά περηφάνια επειδή ακριβώς βρισκόταν εκεί. Υπηρετούσε εδώ και τριάντα χρόνια την Αυτοκράτειρα, είθε να ζούσε για πάντα, και παρά το ότι κάποια στιγμή εκδηλώθηκε μια περιστασιακή εξέγερση εκ μέρους ενός τρελού τυχάρπαστου που εποφθαλμιούσε τον Κρυστάλλινο Θρόνο, το μεγαλύτερο μέρος αυτής της περιόδου το πέρασε προετοιμαζόμενος γι’ αυτό το γεγονός. Επί δύο γενεές κι ενώ ήδη κατασκευάζονταν τα μεγάλα πλοία για τον Γυρισμό, ο Στρατός της Παντοτινής Νίκης εκπαιδευόταν κι ετοιμαζόταν. Ο Μπάκουν σίγουρα ένιωσε περήφανος όταν έμαθε πως θα ήταν ανάμεσα στους Προδρόμους. Σίγουρα έκανε όνειρα να ανακτήσει τις περιοχές που είχαν κλαπεί από τους νόμιμους κληρονόμους του Άρτουρ του Γερακόφτερου, ίσως και να ονειρευόταν να ολοκληρώσει αυτήν την καινούργια Συνένωση πριν από την έλευση του Κορίν. Δεν επρόκειτο για όνειρο, όπως αποδείχτηκε, αν και με τρόπο που δεν μπορούσε να φανταστεί.
Μια περιπολία πενήντα Ταραμπονέζων λογχοφόρων επέστρεφε ανηφορίζοντας τη λοφοπλαγιά, με τις κόκκινες και πράσινες ρίγες ζωγραφισμένες πάνω στους συμπαγείς θώρακες και με μεταλλικά βέλα να κρύβουν τα πυκνά τους μουστάκια. Προχωρούσαν πειθαρχημένα και πολεμούσαν πολύ καλά όταν τους διοικούσαν αξιόλογοι αρχηγοί. Περίπου δεκαπλάσιοι κυκλοφορούσαν ανάμεσα στις πυρές των φαγητών ή στους πασσάλους που είχαν δέσει τα ζώα τους, ενώ τρεις ομάδες περιπολούσαν ακόμα. Ο Μπάκουν δεν περίμενε ποτέ να βρεθεί με το περισσότερο από το μισό του στράτευμα να στελεχώνεται από απογόνους ληστών. Και, μάλιστα, χωρίς να ντρέπονται διόλου. Δεν είχαν πρόβλημα να σε κοιτάξουν κατάματα. Ο διοικητής της περιπόλου έκανε μια χαμηλή υπόκλιση προς το μέρος του καθώς περνούσαν τα άλογα με τα λασπωμένα πόδια, αλλά οι περισσότεροι από τους άλλους συνέχισαν να μιλούν αναμεταξύ τους με τις παράξενες προφορές τους, κι η ομιλία τους ήταν πολύ γρήγορη για να τη καταλάβει ο Μπάκουν χωρίς να χρειαστεί να στήσει αυτί. Η αντίληψη τους για την πειθαρχία ήταν εξίσου περίεργη.
Κουνώντας το κεφάλι του, ο Μπάκουν προχώρησε προς τη μεγάλη σκηνή των σουλ’ντάμ. Εξ ανάγκης, ήταν μεγαλύτερη από τη δική του. Τέσσερις από αυτές κάθονταν έξω, πάνω σε σκαμνιά, φορώντας τις σκούρες μπλε φορεσιές τους με τη διχαλωτή αστραπή στη φούστα, απολαμβάνοντας τον ήλιο κατά τη διάρκεια του διαλείμματος που η θύελλα είχε κοπάσει. Αυτά τα διαλείμματα, ωστόσο, ήταν σπάνια πια. Η ντυμένη στα γκρίζα νταμέην καθόταν στα πόδια τους, με τη Νέριθ να φτιάχνει τα ωχρά της μαλλιά σε πλεξούδες. Οι υπόλοιπες της μιλούσαν και χασκογελούσαν. Το βραχιόλι στην άκρη του ασημένιου α’ντάμ κειτόταν στο έδαφος. Ο Μπάκουν γρύλισε ξινά. Πίσω, στην πατρίδα του, είχε ένα αγαπημένο λυκόσκυλο και, μάλιστα, μερικές φορές τού μιλούσε κιόλας, αλλά δεν περίμενε ποτέ να ανοίξει συζήτηση με τον Νιπ!