«Είναι καλά;» ρώτησε τη Νέριθ για πολλοστή φορά. «Όλα καλά μ’ αυτήν;» Η νταμέην χαμήλωσε τη ματιά της και σιώπησε.
«Αρκετά καλά, Αξιωματικέ Μπάκουν». Η Νέριθ, μια γυναίκα με τετραγωνισμένο πρόσωπο, του μίλησε με τον σεβασμό που του άρμοζε, χωρίς να το παρακάνει. Χάιδευε απαλά το κεφάλι της νταμέην ενόσω μιλούσε. «Η αδιαθεσία της δεν υπάρχει πια. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, δηλαδή. Δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας». Η νταμέην έτρεμε.
Ο Μπάκουν γρύλισε ξανά. Δεν απείχε και πολύ από την απάντηση που είχε πάρει προηγουμένως. Ωστόσο, κάτι δεν πήγαινε καλά στο Έμπου Νταρ, κι όχι μόνο όσον αφορά σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη νταμέην. Οι σουλ’ντάμ είχαν σφραγίσει τα στόματά τους σαν στρείδια —κι η Γενιά δεν επρόκειτο να πει τίποτα, ούτε καν σε άτομα σαν κι αυτόν!— αλλά είχε ακούσει κάμποσους ψιθύρους τελευταία. Έλεγαν πως οι νταμέην ήταν όλες άρρωστες ή ότι είχαν παραφρονήσει. Μα το Φως, δεν είχε δει ούτε μία τους να χρησιμοποιείται γύρω από το Έμπου Νταρ από τη στιγμή που η πόλη διασφαλίστηκε, ούτε καν για μια νικηφόρα επίδειξη με Ουράνια Φώτα, πράγμα ανήκουστο!
«Ε, ελπίζω πως...», άρχισε να λέει, αλλά έκοψε την πρότασή του στη μέση, καθώς ένα ράκεν φάνηκε να εφορμά από το ανατολικό πέρασμα. Τα μεγάλα δερμάτινα φτερά του χτυπούσαν τον αέρα δυνατά, καθώς πάσχιζε να κερδίσει ύψος, και μόλις έφτασε ακριβώς πάνω από τον λόφο λοξοδρόμησε κι έκανε κύκλο, με την άκρη της μιας του φτερούγας να σημαδεύει το έδαφος. Ένα λεπτό κόκκινο σημαιάκι έπεσε κάτω από το βάρος μιας μολυβένιας μπάλας.
Ο Μπάκουν ξεροκατάπιε και κατέπνιξε μια βρισιά. Οι ιπτάμενες ήταν ανέκαθεν επιδεικτικές, αλλά αν κάποιος από τους άντρες της ομάδας ανίχνευσης πάθαινε κάτι τη στιγμή που παρέδιδε την αναφορά του εξαιτίας τους, θα τις έγδερνε ζωντανές, ανεξάρτητα από το ποιον θα χρειαζόταν να αντιμετωπίσει μέχρι να τις βάλει στο χέρι. Φυσικά, δεν ήθελε με τίποτα να πολεμήσει δίχως ιπτάμενους ανιχνευτές, αλλά τούτες εδώ παραήταν χαϊδεμένες, σαν αγαπημένα σκυλάκια της Γενιάς.
Το σημαιάκι έπεσε σαν βαρίδι. Το μολυβένιο βάρος χτύπησε στο έδαφος κι αναπήδησε στον λόφο, φτάνοντας σχεδόν δίπλα στον ψηλό και λεπτό ταχυδρομικό στύλο, ο οποίος ήταν πολύ μακρύς για να χαμηλώσει παρεκτός κι αν έπρεπε να σταλεί κάποιο μήνυμα. Επιπλέον, αν τον άφηναν κάτω, όλο και κάποιος θα σκόνταφτε επάνω του με το άλογο του, σπάζοντας τις συνδέσεις.
Ο Μπάκουν πήγε κατ’ ευθείαν στη σκηνή του, αλλά εκεί ο Πρώτος Αξιωματικός τον περίμενε ήδη κρατώντας το λεκιασμένο σημαιάκι και τον κύλινδρο με το μήνυμα. Ο Τίρας ήταν ένας οστεώδης άντρας, ένα κεφάλι ψηλότερος του, με ένα θλιβερό απολειφάδι γενειάδας κολλημένο στην άκρη του πηγουνιού του.
Η τυλιγμένη αναφορά μέσα στον λεπτό μεταλλικό κύλινδρο, σε ένα σχεδόν διάφανο κομμάτι χαρτί, ήταν γραμμένη με απλό τρόπο. Ποτέ του δεν αναγκάστηκε να καβαλικέψει ένα ράκεν ή ένα το’ράκεν —δόξα στο Φως και στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζούσε στην αιωνιότητα!— αλλά αμφέβαλλε για το αν ήταν εύκολο να χειριστείς μια πένα πάνω σε μια σέλα δεμένη στη ράχη ενός φτερωτού ιπτάμενου ερπετού. Αυτά που ανέφερε το μήνυμα τον έκανε να ανοίξει το μικρό ειδικό για τους καταυλισμούς γραφειάκι και να γράψει βιαστικά.
«Ούτε δέκα μίλια ανατολικά από δω, υπάρχει συγκεντρωμένη μια δύναμη που υπερβαίνει τη δική μας κατά πέντε ή έξι φορές», είπε στον Τίρας. Μπορεί οι ιπτάμενες να υπερέβαλλαν μερικές φορές, αλλά όχι και τόσο συχνά. Πώς ήταν δυνατόν ένας τόσο μεγάλος όγκος στρατού να είχε περάσει αυτά τα βουνά χωρίς να τον εντοπίσουν εκ των προτέρων; Είχε δει την ανατολική ακτή κι ήξερε ότι, αν επιχειρούσε μια απόβαση εκεί κάτω, θα ήταν εκ προοιμίου νεκρός. Που να καίγονταν τα μάτια του, οι ιπτάμενες διατράνωναν πως μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα και ψύλλο. «Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε μήπως αντιλήφθηκαν την παρουσία μας, αλλά δεν θα έλεγα όχι σε λίγες ενισχύσεις».
Ο Τίρας γέλασε. «Άμα αναλάβουν οι νταμέην, θα τους αποτελειώσουμε, ακόμη κι αν μας ξεπερνούν είκοσι φορές». Το μόνο μειονέκτημα αυτού του ανθρώπου ήταν μια χροιά υπεραισιοδοξίας. Ωστόσο, ήταν καλός στρατιώτης.
«Κι αν έχουν μερικές... Άες Σεντάι;» ρώτησε σιγανά ο Μπάκουν, προφέροντας με δυσκολία το όνομα καθώς έχωνε την αναφορά της ιπτάμενης μέσα στον κύλινδρο μαζί με το σύντομο μήνυμά του. Στην πραγματικότητα, δεν πίστευε πως θα άφηνε κανείς αυτές τις... γυναίκες να κάνουν ό,τι ήθελαν.
Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Τίρας φανέρωσαν πως ο άντρας θυμήθηκε τις σχετικές ιστορίες που αφορούσαν σε κάποιο όπλο των Άες Σεντάι. Το κόκκινο σημαιάκι ανέμισε πίσω του καθώς άρχισε να τρέχει κρατώντας τον κύλινδρο με τα μηνύματα.