Выбрать главу

Λίγο μετά, τόσο το σημαιάκι όσο κι ο κύλινδρος προσδέθηκαν στην άκρη του στύλου των μηνυμάτων, ενώ μια ελαφριά αύρα ανάδευε τη μεγάλη κόκκινη ταινία δεκαπέντε πόδια πάνω από την κορυφή του λόφου. Το ράκεν υψώθηκε προς το μέρος του, κατά μήκος της πεδιάδας, με τα ξεδιπλωμένα φτερά του ακίνητα σαν τον θάνατο. Ξαφνικά, μία από τις ιπτάμενες στριφογύρισε πάνω στη σέλα και κρεμάστηκε —ανάποδα!— κάτω από τα τεντωμένα γαμψώνυχα του ράκεν. Ο Μπάκουν αισθάνθηκε το στομάχι του να σφίγγεται. Το χέρι της όμως έκλεισε πάνω στο σημαιάκι, ο στύλος κάμφθηκε και μετά ταλαντεύτηκε καθώς ο κύλινδρος με το μήνυμα ελευθερώθηκε από την πόρπη, ενώ η γυναίκα σκαρφάλωνε στην κανονική της θέση και το πλάσμα ανυψωνόταν διαγράφοντας αργούς κύκλους.

Ευτυχώς, ο Μπάκουν έπαψε να σκέφτεται τα ράκεν και τις ιπτάμενες καθώς επιθεωρούσε την κοιλάδα. Πλατιά και μακρόστενη, σχεδόν επίπεδη αν εξαιρέσουμε αυτόν τον λόφο, περικυκλωμένη από απότομες, δασωμένες πλαγιές. Μόνο μια κατσίκα μπορούσε να περάσει, εκτός από τα περάσματα που ήταν ορατά στον ίδιο. Με τη βοήθεια των νταμέην είχε τη δυνατότητα να κάνει κομμάτια όποιον επιχειρούσε να επιτεθεί από αυτούς τους λασπωμένους λειμώνες. Πάντως, είχε περάσει το μήνυμα. Σε περίπτωση που ο εχθρός έκανε γιουρούσι, θα έφτανε στις θέσεις τους τουλάχιστον τρεις μέρες πριν καταφθάσουν οι όποιες ενισχύσεις. Πώς ήταν δυνατόν να έφθασαν έως εδώ χωρίς να τους προσέξει κανείς;

Είχε χάσει τις τελευταίες μάχες της Συνένωσης για διακόσια χρόνια, αλλά κάποιες από αυτές τις εξεγέρσεις δεν ήταν μικρής εμβέλειας. Δύο χρόνια μάχης στο Μαρένταλαρ, τριάντα χιλιάδες νεκροί και πενήντα φορές τόσοι που στάλθηκαν στην ενδοχώρα ως ιδιοκτησία. Η παρατήρηση του παράξενου κρατάει έναν στρατιώτη ζωντανό. Διέταξε τη διάλυση του καταυλισμού, δίνοντας εντολές να μη μείνει πίσω κανένα ίχνος τους, κι έπειτα μετακίνησε το αρχηγείο του στις δασωμένες πλαγιές. Μαύρα σύννεφα συνάζονταν στην ανατολή, ένδειξη ότι σύντομα θα ξεσπούσε άλλη μια από εκείνες τις καταραμένες θύελλες.

23

Ομίχλη Πολέμου, Θύελλα Μάχης

Προς το παρόν, δεν είχε αρχίσει να βρέχει. Ο Ραντ οδήγησε τον Ταϊ’ντάισαρ γύρω από ένα ξεριζωμένο δέντρο που κειτόταν κατά μήκος της πλαγιάς, και κοίταξε συνοφρυωμένος τον νεκρό άντρα που ήταν ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς ανάσκελα πίσω από τον κορμό. Ο τύπος ήταν κοντός κι ογκώδης, με ρυτιδωμένο πρόσωπο, ενώ η πανοπλία του αποτελούνταν από αλληλεπικαλυπτόμενες πλάκες βερνικωμένες με μπλε και πράσινο χρώμα. Κοιτούσε, χωρίς να βλέπει τα μαύρα σύννεφα πάνω από το κεφάλι του, κι η κατάστασή του έμοιαζε με αυτή του Ήγκαν Πάντρος, καθότι και στους δύο έλειπε το πόδι. Προφανώς, ήταν αξιωματικός. Το ξίφος πλάι στο τεντωμένο του χέρι είχε λαβή από φίλντισι, σκαλισμένη έτσι ώστε να μοιάζει με γυναίκα, ενώ από τη στιλβωμένη του περικεφαλαία, που είχε τη μορφή κεφαλής τεράστιου εντόμου, υψώνονταν δύο μακρόστενα και λεπτά γαλάζια φτερά.

Ξεριζωμένα και κολοβά δέντρα, αρκετά εκ των οποίων καμένα απ’ άκρη σ’ άκρη, ήταν σκόρπια στην πλαγιά του βουνού για μια απόσταση πεντακοσίων βημάτων. Όπως και κορμιά επίσης, άντρες τσακισμένοι ή ξεσκισμένοι όταν το σαϊντίν σβάρνισε την πλαγιά. Οι περισσότεροι φορούσαν ατσάλινα καλύμματα μπροστά στα πρόσωπά τους, καθώς και πανοπλίες βαμμένες με οριζόντιες ρίγες. Δεν υπήρχαν γυναίκες ανάμεσά τους, δόξα στο Φως. Τα πληγωμένα άλογα, ευτυχώς, είχαν θανατωθεί. Ήταν απίστευτο πόσο δυνατά μπορούσε να ουρλιάξει ένα άλογο.

Νομίζεις πως οι νεκροί σωπαίνουν; Το γέλιο του Λουζ Θέριν ήταν εκνευριστικό. Το πιστεύεις; Η χροιά της φωνής του πήρε έναν τόνο ανάμεικτο με πόνο κι οργή. Ακούω τους νεκρούς που ωρύονται!

Κι εγώ τους ακούω, σκέφτηκε θλιμμένα ο Ραντ. Δεν το αντέχω, αλλά πώς να τους κάνεις να σωπάσουν; Ο Λουζ Θέριν άρχισε να κλαίει για τη χαμένη του Ιλυένα.

«Μεγάλη νίκη», είπε με μονότονη φωνή ο Γουίραμον, πίσω από τον Ραντ, κι ύστερα μουρμούρισε: «Χωρίς, όμως, καμιά ιδιαίτερη τιμή. Οι παλιές μέθοδοι είναι καλύτερες». Η λάσπη στόλιζε πλουσιοπάροχα το πανωφόρι του Ραντ, μα παραδόξως ο Γουίραμον φάνταζε εξίσου φρέσκος και καθαρός όπως τότε, στον Ασημένιο Δρόμο. Η περικεφαλαία κι η πανοπλία του έλαμπαν. Πώς τα κατάφερνε; Οι Ταραμπονέζοι είχαν επιτεθεί τελικά, δόρατα και θάρρος ενάντια στη Μία Δύναμη, κι ο Γουίραμον είχε αντεπιτεθεί για να τους αναχαιτίσει. Δίχως να πάρει διαταγές, ακολουθούμενος από κάθε Δακρυνό εκτός των Υπερασπιστών, ακόμα κι από τον Τορέαν που ήταν μισομεθυσμένος. Τον ακολούθησαν ακόμα κι ο Σεμάραντριντ κι ο Γκρέγκοριν Πανάρ, με τους περισσότερους από τους Καιρχινούς και τους Ιλιανούς. Δεν ήταν και τόσο εύκολο να παραμείνεις ακίνητος σ’ εκείνη τη φάση, κι ο καθένας ήθελε να έρθει αντιμέτωπος με κάτι που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει. Οι Άσα’μαν θα έκαναν πιο γρήγορη δουλειά, αν και κάπως πιο ακατάστατη.