Выбрать главу

Ο Ραντ δεν είχε πάρει μέρος στη μάχη, παρά μόνο καθόταν στη σέλα του για να τον βλέπουν οι άντρες του. Φοβόταν να αδράξει τη Δύναμη, αλλά δεν ήθελε να φανεί κι αδύναμος. Ούτε στο ελάχιστο. Και μόνο με την ιδέα, ο Λουζ Θέριν άρχισε να ψελλίζει ασυναρτησίες από τον τρόμο του.

Εξίσου παράδοξο με το ακηλίδωτο πανωφόρι του Γουίραμον, ήταν το γεγονός πως τον ακολουθούσε η Αναγιέλα, χωρίς μάλιστα να χαμογελάει ανόητα. Φαινόταν στενοχωρημένη, γεμάτη αποδοκιμασία. Παραδόξως όμως, η μίζερη έκφραση δεν αλλοίωνε τόσο το παρουσιαστικό της όσο τα γλοιώδη χαμόγελα. Φυσικά, δεν είχε λάβει μέρος στην επίθεση, τουλάχιστον όχι περισσότερο από την Άιλιλ, πράγμα που είχε κάνει ο δικός της Αφέντης των Αλόγων, ο οποίος θα πρέπει μάλλον να ήταν ήδη νεκρός, με το δόρυ ενός Ταραμπονέζου να εξέχει από το στήθος του. Δεν της άρεσε διόλου αυτό. Για ποιον λόγο όμως ακολούθησε τον Γουίραμον; Απλώς για να μαζευτούν όλοι μαζί οι Δακρυνοί; Μπορεί. Την τελευταία φορά που την είχε δει ο Ραντ, ήταν μαζί με τον Σούναμον.

Ο Μπασίρε σπιρούνισε το καστανοκόκκινο άτι του για να ανέβει την πλαγιά προσπερνώντας τους νεκρούς, χωρίς να τους δίνει περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι θα έδινε στους τσακισμένους κορμούς των δέντρων ή στα καμένα απομεινάρια. Η περικεφαλαία του κρεμόταν από τη σέλα του και τα γάντια του ήταν χωμένα πίσω από τη ζώνη του ξίφους του. Ολόκληρη η δεξιά του μεριά, όπως και του αλόγου του, ήταν καλυμμένη με λάσπη.

«Ο Άρακομ μάς άφησε χρόνους», είπε. «Ο Φλιν προσπάθησε να τον Γιατρέψει, αλλά δεν νομίζω πως ο Άρακομ ήθελε να συνεχίσει να ζει έτσι. Υπάρχουν σχεδόν πενήντα νεκροί, και κάποιοι από τους υπόλοιπους μπορεί να μην επιζήσουν καν». Η Αναγιέλα χλώμιασε. Ο Ραντ την είχε προσέξει να κάνει εμετό δίπλα στον Άρακομ. Οι νεκροί αστοί δεν την επηρέαζαν τόσο πολύ.

Για μια στιγμή, ο Ραντ ένιωσε οίκτο. Όχι γι’ αυτήν, ούτε για τον Άρακομ, αλλά για τη Μιν, παρ’ όλο που βρισκόταν ασφαλής στην Καιρχίν. Η Μιν είχε προβλέψει τον θάνατο του Άρακομ σε μια από τις εικόνες της, όπως επίσης του Γκέγιαμ και του Μάρακον. Ό,τι κι αν είχε δει, η Ραντ ήλπιζε να μην είχε ιδιαίτερη σχέση με την πραγματικότητα.

Οι περισσότεροι από τους Στρατιώτες είχαν σταλεί ξανά σε ανιχνευτικές αποστολές αλλά κάτω, στον πλατύ λειμώνα, οι πύλες που ύφαιναν οι Αφοσιωμένοι του Γκέντγουιν έφτυναν τις άμαξες με τα εφόδια και τα αναπληρωματικά υποζύγια. Οι άντρες που τα ακολουθούσαν έμεναν με ανοικτό το στόμα μόλις αντίκριζαν το τοπίο. Το λασπερό έδαφος δεν είχε οργωθεί τόσο καλά όσο στην πλαγιά του βουνού, ωστόσο μαυρισμένα χαντάκια, δυο βήματα πλατιά και πενήντα σε μάκρος, χάραζαν το καφετί γρασίδι, όπως επίσης κι ορθάνοιχτες τρύπες που ένα άλογο θα δυσκολευόταν να τις πηδήξει. Μέχρι στιγμής, δεν είχαν βρει ίχνος των νταμέην. Ο Ραντ πίστευε πως θα υπήρχε μόνο μία. Αν ήταν περισσότερες, θα προκαλούσαν πολύ μεγαλύτερες ζημιές υπό τις δεδομένες συνθήκες.

Οι άντρες τριγύριζαν γύρω από τις μικρές φωτιές όπου, ανάμεσα στ’ άλλα, έβραζαν νερό για να φτιάξουν τσάι. Για πρώτη φορά οι Δακρυνοί ήταν ανακατεμένοι με τους Καιρχινούς και τους Ιλιανούς. Κι όχι μονάχα οι αστοί. Ο Σεμάραντριντ μοιραζόταν το φλασκί της σέλας του με τον Γκέγιαμ, ο οποίος έτριβε κουρασμένα με την παλάμη του το φαλακρό του κεφάλι. Ο Μάρακον κι ο Κίριλ Ντραπάνεος, ένας άντρας σαν λέλεκας, η τετραγωνισμένη γενειάδα του οποίου φάνταζε παράξενη πάνω στο στενό του πρόσωπο, κάθονταν ανακούρκουδα δίπλα σε μια φωτιά. Έπαιζαν χαρτιά, απ’ ό,τι φαινόταν! Γύρω από τον Τορέαν είχε σχηματιστεί ένας μικρός κύκλος από Καιρχινούς ψωροευγενείς που γελούσαν, αν κι έμοιαζαν να διασκεδάζουν πιότερο με τον τρόπο που ο άντρας ταλαντευόταν κι έτριβε τη σαν πατάτα μύτη του παρά από τα αστεία που έλεγε. Οι Λεγεωνάριοι στέκονταν παράμερα, έχοντας μαζέψει τους «εθελοντές» που ακολούθησαν τον Πάντρος κάτω από το Λάβαρο του Φωτός. Η ανυπομονησία τους δεν είχε όρια από τότε που έμαθαν πώς πέθανε ο Πάντρος. Λεγεωνάριοι με μπλε πανωφόρια τούς δίδασκαν πώς να αλλάζουν κατεύθυνση δίχως να διασκορπίζονται σαν κοπάδι χήνες.

Ο Φλιν περιλαμβανόταν ανάμεσα στους πληγωμένους μαζί με τον Άντλεϋ, τον Μορ και τον Χόπγουιλ. Ο Ναρίσμα δεν είχε την ικανότητα να Θεραπεύσει παρά μικροπληγές, όπως κι ο Ραντ, ενώ ο Ντασίβα ούτε καν αυτές. Ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ συζητούσαν, παράμερα από τους υπόλοιπους, κρατώντας τα άλογά τους από τα γκέμια στην κορυφή του λόφου, καταμεσής της κοιλάδας. Ήταν ο λόφος στον οποίο περίμεναν πως θα αιφνιδίαζαν τους Σωντσάν όταν θα ξεχύνονταν από τις πύλες που τον περιτριγύριζαν. Οι νεκροί ανέρχονταν σχεδόν στους πενήντα κι αναμένονταν περισσότεροι, αλλά θα ήταν πάνω από διακόσιοι, αν ο Φλιν κι οι υπόλοιποι δεν είχαν την ικανότητα της Θεραπείας μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον. Ο Γκέντγουιν κι ο Ρόσεντ δεν ήθελαν να λερώσουν τα χέρια τους κι έκαναν μια γκριμάτσα όταν ο Ραντ τους ανάγκασε να το κάνουν. Ένας από τους νεκρούς ήταν Στρατιώτης, κι ένας άλλος Στρατιώτης, ένας στρουμπουλός Καιρχινός, καθόταν γερμένος δίπλα σε μια φωτιά, έχοντας ένα ζαλισμένο βλέμμα, το οποίο ο Ραντ ήλπιζε πως θα προερχόταν από το ότι πετάχτηκε ψηλά στον αέρα εξαιτίας του εδάφους που άνοιξε σχεδόν κάτω από τα πόδια του.