Εκεί κάτω, στο αυλακωμένο πρανές, η Άιλιλ συσκεπτόταν με τον Αξιωματικό της Λόγχης, έναν ωχρό και μικροκαμωμένο άντρα ονόματι Ντένχαραντ. Τα άλογά τους στέκονταν κοντά-κοντά το ένα με το άλλο κι οι δυο τους έριχναν περιστασιακές ματιές ψηλά στο βουνό, προς το μέρος του Ραντ. Τι σκάρωναν, άραγε;
«Την επόμενη φορά θα τα πάμε καλύτερα», μουρμούρισε ο Μπασίρε. Διέτρεξε με το βλέμμα του την πεδιάδα και κούνησε το κεφάλι του. «Το χειρότερο σφάλμα είναι να επαναλαμβάνεις δύο φορές το ίδιο λάθος, αλλά αυτό δεν πρόκειται να ξανασυμβεί».
Ο Γουίραμον τον άκουσε κι επανέλαβε το ίδιο πράγμα, χρησιμοποιώντας όμως περισσότερες λέξεις, μάλιστα περίκομψες και διανθισμένες σαν ανοιξιάτικος κήπος. Χωρίς, φυσικά, να παραδεχτεί πως έγιναν λάθη, από τη μεριά του τουλάχιστον. Με την ίδια επιδεξιότητα απέφυγε, επίσης, να αναφερθεί και στα λάθη του Ραντ.
Ο Ραντ ένευσε, έχοντας το στόμα του σφαλιστό. Ναι, την επόμενη φορά θα τα πήγαιναν καλύτερα. Έπρεπε, εκτός κι αν ήθελε να δει τους μισούς άντρες του θαμμένους σ’ αυτά τα βουνά. Επιπλέον, αναρωτιόταν τι να κάνει με τους κρατούμενους.
Οι περισσότεροι απ’ όσους διέφυγαν τον θάνατο στη βουνοπλαγιά κατάφεραν να κρυφτούν ανάμεσα στα δέντρα που εξακολουθούσαν να στέκουν όρθια. Και μάλιστα, δεδομένων των συνθηκών, είχαν κατορθώσει να οργανωθούν —έτσι ισχυριζόταν ο Μπασίρε— όμως μάλλον δεν αποτελούσαν ιδιαίτερη απειλή πια. Εκτός κι αν είχαν μαζί τους τις νταμέην. Δεν ήταν παρά καμιά εκατοστή άντρες, στριμωγμένοι κι απογυμνωμένοι από οπλισμό και θώρακες, υπό το άγρυπνο βλέμμα είκοσι τεσσάρων έφιππων Συντρόφων κι Υπερασπιστών. Οι πιο πολλοί ήταν Ταραμπονέζοι, οι οποίοι δεν πολέμησαν σαν άντρες παρακινημένοι από κατακτητές. Κάμποσοι από δαύτους είχαν ψηλά το κεφάλι και περιγελούσαν τους φρουρούς τους. Ο Γκέντγουιν πολύ θα ήθελε να τους ξεκάνει, αφού πρώτα θα τους ανέκρινε. Ο Γουίραμον, από την άλλη, δεν νοιαζόταν και πολύ αν θα τους έκοβαν τον λαιμό ή όχι, αλλά θεωρούσε τα βασανιστήρια χάσιμο χρόνου. Πίστευε πως κανείς τους δεν γνώριζε κάτι χρήσιμο. Ούτε ένας τους δεν είχε ευγενική καταγωγή.
Ο Ραντ έριξε μια ματιά στον Μπασίρε, ενώ ο Γουίραμον εξακολουθούσε να μιλάει σχεδόν ρητορικά. «...πρέπει να χτενίσουμε αυτά τα βουνά, Άρχοντα Δράκοντα. Να τους τσαλαπατήσουμε με τις οπλές των αλόγων μας και να...» Η Αναγιέλα συγκατένευσε βλοσυρά.
«Έξι ζωντανοί και μισή ντουζίνα νεκροί», είπε μαλακά ο Μπασίρε. Με ένα νύχι έτριψε τη λάσπη από τα παχιά του μουστάκια. «Ή, όπως λένε και κάποιοι από τους κολίγες μου, όσα χάνεις στα λεφτά κερδίζεις στην αγάπη». Τι στο Φως εννοούσε; Πολύ που τους βοήθησε!
Κι έπειτα, μία από τις περιπόλους που είχε στείλει ο Μπασίρε έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Έξι άντρες εμφανίστηκαν σπρώχνοντας με τη λαβή των ακοντίων τους μία αιχμάλωτη κατά μήκος της πλαγιάς, μπροστά από τα άλογά τους. Επρόκειτο για μια μαυρομάλλα γυναίκα με σκισμένο και βρώμικο μπλε φόρεμα με κόκκινα πλαίσια στο στήθος και με φούστα που απεικόνιζε τη διχαλωτή αστραπή. Το πρόσωπό της ήταν εξίσου βρώμικο και τα δάκρυα είχαν χαράξει αυλάκια επάνω του. Σκόνταψε και κόντεψε να πέσει κάτω, αν και τα σκουντήματα ήταν περισσότερο συμβολικά. Αγριοκοίταξε περιφρονητικά έναν από αυτούς που την είχαν συλλάβει, φτύνοντάς τον, και κατόπιν γέλασε σαρκαστικά προς το μέρος του Ραντ.
«Την πειράξατε;» απαίτησε να μάθει. Περίεργη ερώτηση για έναν εχθρό, και μάλιστα έπειτα απ’ όσα είχαν γίνει σ’ αυτήν την κοιλάδα. Βέβαια, η ερώτηση αφορούσε σε μια σουλ’ντάμ, αλλά ξεπήδησε ανεξέλεγκτη από τα χείλη του.
«Όχι εμείς, Άρχοντα Δράκοντα», αποκρίθηκε ο αρχηγός με το τραχύ πρόσωπο. «Σε αυτήν την κατάσταση τη βρήκαμε». Ξύνοντας το πηγούνι του μέσα από τη σκούρα γενειάδα που σχημάτιζε πτυχές, έριξε μια ματιά στον Μπασίρε σαν να ζητούσε υποστήριξη. «Ισχυρίζεται πως σκοτώσαμε το Τζιλ της, ένα σκυλάκι ή γατάκι ή κάτι τέτοιο, απ’ ό,τι λέει. Τη λένε Νέριθ. Μόνο αυτό καταφέραμε να της αποσπάσουμε». Η γυναίκα στράφηκε προς το μέρος του και γρύλισε ξανά.