Ο Ραντ αναστέναξε. Όχι και σκυλάκι! Το όνομα αυτό δεν ανήκε στη λίστα! Ωστόσο, άκουγε ήδη τη λιτανεία των ονομάτων να ηχεί σε μορφή απαγγελίας μέσα στο κεφάλι του, και το όνομα «Τζιλ η νταμέην» ήταν παρόν. Ο Λουζ Θέριν εξακολουθούσε να θρηνεί για την Ιλυένα. Και το δικό της όνομα βρισκόταν στη λίστα, επίσης. Δικαιωματικά, αναλογίστηκε ο Ραντ.
«Μήπως είναι μία Σωντσάν Άες Σεντάι;» ρώτησε ξαφνικά η Αναγιέλα, γέρνοντας στο μπροστάρι της σέλας της για να περιεργαστεί τη Νέριθ. Η Νέριθ την έφτυσε κι αυτήν, με τα μάτια διάπλατα ανοικτά από οργή. Ο Ραντ εξήγησε όσα ήξερε σχετικά με τις σουλ’ντάμ, ότι δηλαδή ήλεγχαν τις γυναίκες με τη δυνατότητα της διαβίβασης με τη βοήθεια του λουριού τερ’ανγκριάλ, αλλά δεν μπορούσαν οι ίδιες να διαβιβάσουν και, προς μεγάλη του έκπληξη, η φινετσάτη Υψηλή Αρχόντισσα με το προσποιητό χαμόγελο είπε ψυχρά: «Αν ο Άρχοντας Δράκοντας νιώθει αμήχανος, ευχαρίστως να την κρεμάσω για χάρη του». Η Νέριθ την έφτυσε ξανά! Περιφρονητικά αυτή τη φορά, χωρίς την παραμικρή έλλειψη θάρρους.
«Όχι!» γρύλισε ο Ραντ. Μα το Φως, και τι δεν θα έκαναν μερικοί άνθρωποι για να έχουν την εύνοιά του! Ίσως η Αναγιέλα να ήταν πιο κοντά απ’ όσο έπρεπε στον Αφέντη των Αλόγων. Ο άντρας αυτός ήταν ρωμαλέος και καραφλός — κι αστός, επίσης, κάτι πολύ σοβαρό για τους Δακρυνούς, αλλά ούτως ή άλλως οι γυναίκες είχαν παράξενα γούστα με τους άντρες. Το γνώριζε, μια κι αποτελούσε τετελεσμένο γεγονός.
«Μόλις είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε», είπε στον Μπασίρε, «ελευθέρωσε εκείνους εκεί κάτω». Δεν υπήρχε περίπτωση να πάρει μαζί του αιχμαλώτους τη στιγμή που ετοιμαζόταν να εξαπολύσει επίθεση, και το να επιτρέψει σε εκατό και πλέον άντρες να τους ακολουθήσουν με τις άμαξες τροφοδοσίας ενείχε ένα σωρό μπελάδες. Αν τους άφηναν πίσω, δεν θα υπήρχε το παραμικρό πρόβλημα. Ακόμα κι αυτοί που ξέφυγαν έφιπποι ήταν αδύνατον να μεταφέρουν τα μαντάτα γρηγορότερα απ’ όσο μπορούσε να Ταξιδέψει ο ίδιος.
Ο Μπασίρε ανασήκωσε ελαφρά τους ώμους του. Κι αυτός πίστευε πως κάπως έτσι είχαν τα πράγματα, αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε κανένας τα’βίρεν εκεί τριγύρω.
Ο Γουίραμον κι η Αναγιέλα άνοιξαν σχεδόν ταυτόχρονα τα στόματά τους να μιλήσουν, και τα πρόσωπά τους έδειχναν ότι ήταν έτοιμοι κι οι δύο να διαμαρτυρηθούν, αλλά ο Ραντ συνέχισε. «Μίλησα κι ισχύει αυτό που είπα! Πάντως, τη γυναίκα θα την κρατήσουμε, καθώς κι όσες άλλες γυναίκες αιχμαλωτίσουμε».
«Που να καώ», αναφώνησε ο Γουίραμον. «Για ποιον λόγο;» Ο άντρας έμοιαζε αποσβολωμένος κι ο Μπασίρε τίναξε ξαφνιασμένος το κεφάλι του. Το στόμα της Αναγιέλα στράβωσε περιφρονητικά, αλλά την επόμενη στιγμή χαμογέλασε προσποιητά προς το μέρος του Άρχοντα Δράκοντα. Ήταν προφανές πως τον θεωρούσε πολύ μαλθακό για να ξαποστείλει μια γυναίκα μαζί με τις υπόλοιπες. Έτσι κι αλλιώς, το βάδισμα θα ήταν δύσκολο σε αυτό το έδαφος, για να μην αναφέρουμε τις μερίδες με το δελτίο. Με αυτόν τον καιρό δε, θα καταδίκαζε μια γυναίκα σε ταλαιπωρία.
«Με αρκετές Άες Σεντάι τα έβαλα, ακόμα και χωρίς να στείλω τις σουλ’ντάμ πίσω στο σινάφι τους», τους είπε. Και, μα το Φως, ήταν αλήθεια! Κούνησαν τα κεφάλια τους, αν κι ο Γουίραμον άργησε να αντιληφθεί το σχόλιο. Ο Μπασίρε έμοιαζε ανακουφισμένος κι η Αναγιέλα απογοητευμένη. Τι να έκανε όμως με τη γυναίκα, όπως και με τις μέλλουσες αιχμάλωτες; Δεν σκόπευε να μετατρέψει τον Μαύρο Πύργο σε φυλακή. Θα μπορούσαν να τις κρατήσουν οι Αελίτες, μόνο που οι Σοφές θα τους έκοβαν τον λαιμό μόλις ο Ραντ γύριζε την πλάτη του. Κι οι αδελφές που είχε πάρει μαζί του ο Ματ στο Κάεμλυν μαζί με την Ηλαίην; «Όταν τελειώσουν όλα αυτά, θα την παραδώσω σε μια Άες Σεντάι της επιλογής μου». Ίσως να το αντιμετώπιζαν ως χειρονομία καλής θέλησης, έτσι για να τις γλυκάνει και να αποδεχτούν την προστασία του.
Τα λόγια δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να βγουν από το στόμα του κι η Νέριθ χλώμιασε, αφήνοντας ένα ουρλιαχτό σαν να της ξέσκιζαν τα πνευμόνια. Στριγγλίζοντας χωρίς σταματημό, πετάχτηκε στην πλαγιά κι άρχισε να αναρριχάται στα πεσμένα δέντρα. Έπεσε κάτω, σηκώθηκε και προσπάθησε ξανά.
«Καταραμένη...! Πιάστε τη!» φώναξε κοφτά ο Ραντ, κι η περίπολος των Σαλδαίων κάλπασε πίσω από τη γυναίκα, με τα άλογα να περνούν ανάμεσα στα σκόρπια δέντρα της πλαγιάς, χωρίς να προσέχουν σπασμένα πόδια και λαιμούς. Κι αυτή, ωρυόμενη ακόμα, παραμέρισε κι όρμησε ανάμεσα στα άλογα σαν αλλοπαρμένη.