Στο στόμιο του ανατολικού περάσματος, φάνηκε μια αστραπή ασημιού φωτός και μια πύλη άνοιξε. Ένας Στρατιώτης με μαύρο πανωφόρι πέρασε από μέσα σέρνοντας ξοπίσω του το άλογο του, πήδησε στη σέλα καθώς η πύλη τρεμόσβηνε και σπιρούνισε το ζώο για να καλπάσει προς τη λοφοκορυφή, όπου τον περίμεναν ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ. Ο Ραντ παρακολουθούσε απαθέστατος. Μέσα στο κεφάλι του, ο Λουζ Θέριν γρύλιζε, παροτρύνοντάς τον να σκοτώσει όλους τους Άσα’μαν προτού να είναι αργά.
Μέχρι που οι τρεις τους να αρχίσουν να ανηφορίζουν τη πλαγιά για να προσεγγίσουν τον Ραντ, τέσσερις Σαλδαίοι ακινητοποίησαν τη Νέριθ, δένοντάς τη χειροπόδαρα. Τέσσερις χρειάστηκαν, μια κι η γυναίκα τιναζόταν απότομα και δάγκωνε, ενώ ο Μπασίρε —που το διασκέδαζε— έβαζε στοίχημα ότι τελικά θα τους ξέφευγε. Η Αναγιέλα μουρμούρισε κάτι σχετικά με το να τσακίσουν το κεφάλι της γυναίκας. Άραγε, εννοούσε να της το ανοίξουν στα δύο; Ο Ραντ την κοίταξε συνοφρυωμένος.
Ο Στρατιώτης ανάμεσα στον Γκέντγουιν και στον Ρόσεντ κοίταξε ανήσυχος τη Νέριθ καθώς οι υπόλοιποι την προσπερνούσαν. Ο Ραντ θυμήθηκε αόριστα πως τον είχε δει στον Μαύρο Πύργο τη μέρα που μοίρασε για πρώτη φορά τα ασημένια Ξίφη κι έδωσε στον Τάιμ την πρώτη-πρώτη καρφίτσα με τον Δράκοντα. Ήταν ένας νεαρός ονόματι Βάριλ Νένσεν, ο οποίος φορούσε ακόμα ένα διάφανο κάλυμμα για να σκεπάσει τα πυκνά του μουστάκια. Πάντως, δεν είχε διστάσει καθόλου όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τους συντοπίτες του. Μόνο απέναντι στον Μαύρο Πύργο και τον Αναγεννημένο Δράκοντα έδειχνες πλέον την αφοσίωσή σου, έτσι έλεγε πάντα ο Τάιμ. Το δεύτερο μέρος αυτής της πρότασης ηχούσε σαν δεύτερη σκέψη.
«Πιθανότατα θα έχεις την τιμή να αναφερθείς κατ’ ευθείαν στον Αναγεννημένο Δράκοντα, Στρατιώτη Νένσεν», είπε ο Γκέντγουιν. Πικρόχολα.
Ο Νένσεν κορδώθηκε πάνω στη σέλα του. «Άρχοντα Δράκοντα!» γάβγισε, χτυπώντας τη γροθιά πάνω στο στήθος του. «Υπάρχουν κι άλλοι κάπου τριάντα μίλια δυτικά, Άρχοντα Δράκοντα». Τριάντα μίλια ήταν το μέγιστο βεληνεκές που επέτρεψε στους ανιχνευτές του ο Ραντ πριν πάρουν τον δρόμο του γυρισμού. Τι νόημα είχε αν ένας Στρατιώτης ξετρύπωνε τους Σωντσάν ενώ οι υπόλοιποι κινούνταν ακόμα δυτικότερα; «Πιθανόν οι μισοί απ’ όσους ήταν εδώ», συνέχισε ο Νένσεν. «Και...» Τα σκοτεινά του μάτια πετάρισαν ξανά προς το μέρος της Νέριθ. Την είχαν δέσει τώρα κι οι Σαλδαίοι πάλευαν να την ανεβάσουν σε ένα άλογο. «Δεν παρατήρησα ίχνος γυναικών, Άρχοντα Δράκοντα».
Ο Μπασίρε λοξοκοίταξε τον ουρανό. Μαύρα σύννεφα απλώνονταν σαν κουβέρτα από τη μια βουνοκορυφή στην άλλη, αν κι ο ήλιος θα πρέπει να ήταν ψηλά ακόμα. «Ώρα να ταΐσουμε τους άντρες πριν επιστρέψουν κι οι άλλοι», είπε νεύοντας ικανοποιημένος. Η Νέριθ είχε καταφέρει να βυθίσει τα δόντια της στον καρπό ενός Σαλδαίου και να κρεμαστεί από εκεί σαν κουνάβι.
«Ταΐστε τους γρήγορα», είπε ο Ραντ νευριασμένος. Έτσι δύσκολη θα ήταν κάθε σουλ’ντάμ που θα συλλάμβανε; Πολύ πιθανόν. Μα το Φως, και τι θα γινόταν όταν θα έπιαναν μια νταμέην; «Δεν προτίθεμαι να περάσω όλο τον χειμώνα σε αυτά τα βουνά». Η νταμέην Τζιλ. Του ήταν αδύνατον να σβήσει ένα όνομα από τη στιγμή που είχε εγγραφεί σ’ εκείνη τη λίστα.
Οι νεκροί δεν σιωπούν ποτέ, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Οι νεκροί ποτέ δεν κοιμούνται.
Ο Ραντ κάλπασε προς τις πυρές. Δεν είχε όρεξη να φάει.
Από το σημείο ενός πετρώδους σχηματισμού που ξεπεταγόταν από τη γη, ο Φούριουκ Καρέντε μελέτησε προσεκτικά τα δασωμένα βουνά που υψώνονταν γύρω του, τις κοφτερές κορυφές σαν σκοτεινά δόντια. Το άλογο του, ένα ψηλό και πιτσιλωτό μουνούχι, τέντωσε τα αυτιά του σαν να είχε πιάσει έναν ήχο που ο άντρας δεν είχε ακούσει, κατά τα άλλα όμως παρέμεινε ακίνητο. Κάθε λίγο και λιγάκι, ο Καρέντε έπρεπε να σταματάει και να σκουπίζει τους φακούς από το ματοκιάλι του. Μια ανάλαφρη βροχή έπεφτε από τον γκρίζο ουρανό του πρωινού. Τα δύο μαύρα φτερά της περικεφαλαίας του ήταν λυγισμένα αντί ίσια, και το νερό έτρεχε στην πλάτη του. Η βροχή ήταν ανάλαφρη σε σύγκριση με τη χτεσινή και, πιθανόν, με την αυριανή, ίσως δε και του ίδιου απογεύματος ακόμα. Απειλητικά μπουμπουνητά ακούστηκαν από τον Νότο. Βέβαια, ο καιρός ήταν το τελευταίο πράγμα που απασχολούσε τον Καρέντε.
Από κάτω, οι τελευταίοι από τους διακόσιους τριάντα άντρες προχωρούσαν στα φιδογυριστά μονοπάτια, άντρες μαζεμένοι από τέσσερα προκεχωρημένα φυλάκια. Ήταν καβάλα σε καλοθρεμμένα άλογα κι είχαν άξιους αρχηγούς, ωστόσο διακόσιοι εξ αυτών ήταν Σωντσάν και μόνο δύο —εκτός από τον ίδιον— φορούσαν την πρασινοκόκκινη στολή της Φρουράς. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους ήταν Ταραμπονέζοι —γνώριζε πολύ καλά το σφρίγος τους— και το ένα τρίτο περίπου ήταν Αμαδισιανοί κι Αλταρανοί, οι οποίοι είχαν δώσει πολύ πρόσφατα όρκο και κανείς δεν ήξερε πώς θα ανταποκρίνονταν. Μερικοί Αλταρανοί κι Αμαδισιανοί είχαν δηλώσει ήδη αφοσίωση μεταξύ τους δυο και τρεις φορές. Ή, τουλάχιστον, προσπάθησαν. Οι άνθρωποι από αυτή την πλευρά του Ωκεανού Άρυθ δεν ένιωθαν την παραμικρή αισχύνη για τίποτα. Μια ντουζίνα σουλ’ντάμ προχωρούσαν στο μπροστινό μέρος της φάλαγγας κι ο άντρας ευχήθηκε να είχαν κι οι δώδεκα, όχι οι δυο μονάχα, εύκαιρες τις χαλιναγωγημένες νταμέην πλάι στα άλογά τους.