Выбрать главу

Η Ηλαίην κι η Νυνάβε τα παράτησαν. Χωρίς να βιάζονται, αλλά και χωρίς να είναι αναγκαίο, έσιαξαν τις φούστες τους, πλεύρισαν την Αβιέντα, την έπιασαν από τα χέρια κι άρχισαν να απομακρύνονται δίχως να ρίξουν δεύτερη ματιά πίσω τους για να βεβαιωθούν ότι οι Πρόμαχοι τις ακολουθούσαν. Όχι ότι ήταν και τόσο απαραίτητο για την Ηλαίην, εξαιτίας του δεσμού με την Πρόμαχό της. Ή για τη Νυνάβε, αν κι ο λόγος ήταν διαφορετικός· ο δεσμός του Ααν’αλέιν μπορεί να ανήκε αλλού, αλλά η καρδιά του έκανε παρέα στο δαχτυλίδι που ήταν περασμένο σε εκείνη την αλυσίδα που κρεμόταν από τον λαιμό της. Προσποιούνταν με ζέση πως περπατούσαν αδιάφορες, μη θέλοντας να κάνουν την Μπιργκίτε και τον Λαν να σκεφτούν πως οι ίδιες είχαν εξαναγκαστεί σε βιασύνη, αλλά η αλήθεια ήταν πως περπατούσαν γρηγορότερα από πριν.

Λες κι ήθελαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις, άρχισαν να συζητούν με σκόπιμη επιπολαιότητα, διαλέγοντας τα πλέον ασήμαντα θέματα. Η Ηλαίην στενοχωρήθηκε που δεν της δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσει το Πανηγύρι των Πουλιών, δύο μέρες πριν, και δεν φάνηκε να ντρέπεται καθόλου για τα λιγοστά ρούχα που είχε φορέσει πολύς κόσμος. Ούτε η Νυνάβε φάνηκε να ντρέπεται, αλλά άρχισε να φλυαρεί για τη Γιορτή της Χόβολης, η οποία θα γινόταν το ίδιο βράδυ. Κάποιοι από τους υπηρέτες ισχυρίζονταν πως θα υπήρχαν και πυροτεχνήματα, κατασκευασμένα υποτίθεται από κάποιον πρόσφυγα Φωτοδότη. Κάμποσα περιοδεύοντα θεάματα είχαν έρθει στην πόλη με τα παράξενα ζώα και τους ακροβάτες τους, κάτι που ενδιέφερε τόσο την Ηλαίην όσο και τη Νυνάβε, μια και στο παρελθόν είχαν περάσει μερικές μέρες με ένα τέτοιου είδους τσίρκο. Μίλησαν για ράφτρες και για τις διάφορες ποικιλίες δαντέλας που ήταν διαθέσιμες στο Έμπου Νταρ, όπως επίσης και για τις διαφορετικές ποιότητες μεταξιού και λινού που μπορούσαν να προμηθευτούν, ενώ η Αβιέντα συνειδητοποίησε πως ανταποκρινόταν μάλλον με ευχαρίστηση στα διάφορα σχόλια για το πόσο ωραία φάνταζε πάνω της η γκρίζα μεταξωτή στολή ιππασίας, καθώς και τα υπόλοιπα ρούχα που της είχε δώσει η Τάυλιν Κουιντάρα, κομψά μάλλινα και μετάξια, κάλτσες, ταιριαστά ριχτά φορέματα και κοσμήματα. Εξίσου υπερβολικά δώρα είχαν λάβει κι η Ηλαίην με τη Νυνάβε. Όλα μαζί γέμιζαν κάμποσα σεντούκια και μπόγους, που είχαν μεταφερθεί από τους υπηρέτες κάτω, στους στάβλους, μαζί με τα δισάκια τους.

«Γιατί είσαι κατηφής, Αβιέντα;» τη ρώτησε η Ηλαίην, δίνοντάς της ένα φιλικό χτύπημα στο χέρι και χαρίζοντάς της ένα χαμόγελο. «Μην ανησυχείς. Ξέρεις καλά την ύφανση. Μια χαρά θα τα πας».

Η Νυνάβε έγειρε το κεφάλι της κοντά-κοντά και ψιθύρισε: «Στην πρώτη ευκαιρία, θα σου φτιάξω τσάι. Ξέρω μερικές καλές συνταγές που θα σου ανακουφίσουν το στομάχι και θα πάρουν μακριά τις γυναικείες σκοτούρες σου». Με τη σειρά της, τη χτύπησε φιλικά στο μπράτσο.

Δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε. Ούτε τα αφεψήματα, ούτε τα παρηγορητικά λόγια θα θεράπευαν αυτό που τη βασάνιζε. Απολάμβανε την κουβέντα για δαντέλες και κεντήματα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γρυλίσει από αηδία ή να θρηνήσει από απόγνωση. Όσο πήγαινε, γινόταν όλο και πιο μαλθακή. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε κοιτάξει φόρεμα άλλης γυναίκας, παρά μόνο για να αναρωτηθεί μήπως έκρυβε κάποιο όπλο· ποτέ της δεν κοιτούσε το χρώμα ή το σχέδιο, ούτε σκεφτόταν αν της ταίριαζε. Είχε έρθει η ώρα να απομακρυνθούν από αυτήν την πόλη κι από τα παλάτια των υδροβίων. Όπου να’ ναι, θα άρχιζε να χαζογελάει. Δεν είχε δει ποτέ την Ηλαίην ή τη Νυνάβε να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά όλοι ήξεραν πως οι υδρόβιες χαζογελούσαν, κι ήταν προφανές πως είχε γίνει κι η ίδια άτολμη, όπως κι οποιοσδήποτε νερόβραστος υδρόβιος. Βάδιζαν πιασμένες από το χέρι, φλυαρώντας για δαντέλες! Πώς, στο καλό, θα έφτανε το μαχαίρι της ζώνης της, αν τους επιτιθόταν κάποιος; Ένα μαχαίρι μπορεί να ήταν άχρηστο εναντίον ενός αποφασισμένου κακοποιού, αλλά η Αβιέντα είχε πίστη στο ατσάλι πολύ προτού ανακαλύψει πως διέθετε την ικανότητα της διαβίβασης. Αν προσπαθούσε κάποιος να κάνει κακό στην Ηλαίην ή στη Νυνάβε —ειδικά στην Ηλαίην, αλλά είχε υποσχεθεί στον Ματ Κώθον πως θα προστάτευε και τις δύο, όπως είχαν κάνει η Μπιργκίτε κι ο Ααν’αλέιν— θα του φύτευε ατσάλι στην καρδιά. Δαντέλες! Καθώς περπατούσαν, η Αβιέντα έκλαιγε από μέσα της για το πόσο μαλθακή είχε καταντήσει.

Οι τεράστιες ζευγαρωτές σταβλόπορτες αποτελούσαν την πρόσοψη των τριών πλευρών των μεγαλύτερων στάβλων του παλατιού. Στις εισόδους τους συνωστίζονταν υπηρέτες με λευκοπράσινες λιβρέες. Πίσω τους, στους στάβλους από άσπρη πέτρα, περίμεναν άλογα σαμαρωμένα και φορτωμένα με ψάθινα πανέρια. Τα θαλασσοπούλια έκοβαν βόλτες πάνω από τα κεφάλια τους σκούζοντας, μια δυσάρεστη υπενθύμιση για την ποσότητα νερού που υπήρχε εκεί κοντά. Τα κύματα της ζέστης τρεμόπαιζαν καθώς ανυψώνονταν από τις ωχρές πέτρες του λιθόστρωτου, αλλά ήταν η ένταση που βάραινε την ατμόσφαιρα. Η Αβιέντα είχε δει να χύνεται αίμα σε μέρη με πολύ λιγότερη ένταση.