Выбрать главу

Ο Νάντοκ, ένα πελώριος άντρας με παραπλανητικά ήπιο πρόσωπο, στριφογύρισε πάνω στη σέλα του για να παρακολουθήσει το ράκεν. «Δεν μου αρέσει να πηγαίνω στα τυφλά», μουρμούρισε. «Κι ειδικά όταν οι Αλταρανοί κατάφεραν να μαζέψουν εκεί πάνω σαράντα χιλιάδες άντρες. Τουλάχιστον σαράντα».

Ο Τζαντράνκα ρουθούνισε τόσο δυνατά, που το ψηλό και λευκό ευνουχισμένο του ζώο αναδεύτηκε. Ο Τζαντράνκα ήταν ο πρεσβύτερος μεταξύ των αξιωματικών, εκτός του Καρέντε, έχοντας όμως τα ίδια χρόνια υπηρεσίας με εκείνον. Κοντός και λεπτός, με προτεταμένη μύτη, ήταν τόσο αγέρωχος που θα έλεγες πως ανήκε στη Γενιά. Το άλογο του θα ξεχώριζε από ένα μίλι μακριά. «Άσχετα αν είναι σαράντα ή εκατό χιλιάδες, Νάντοκ, έχουν διασκορπιστεί από δω μέχρι την άκρη της οροσειράς κι είναι πολύ απομακρυσμένοι αναμεταξύ τους για να αλληλοϋποστηρίζονται. Που να μου βγουν τα μάτια αν οι μισοί από δαύτους δεν είναι κιόλας νεκροί. Θα πρέπει να έχουν μπλεχτεί με τις προφυλακές. Να γιατί δεν λαμβάνουμε αναφορές από πουθενά. Απλά, περιμένουν από μας να καθαρίσουμε τα υπολείμματα».

Ο Καρέντε κατέπνιξε έναν αναστεναγμό. Ήλπιζε πως ο Τζαντράνκα δεν ήταν κανένας ηλίθιος, παρά τον αέρα που είχε πάρει. Ο έπαινος του νικητή διαδιδόταν γρήγορα, άσχετα από το αν αφορούσε σε έναν ολόκληρο στρατό ή σε μισό Λάβαρο. Ήταν αυτές οι σπάνιες ήττες που βυθίζονταν στη σιωπή και ξεχνιόνταν. Και τόση σιωπή δεν θα μπορούσε παρά να είναι... δυσοίωνη.

«Βάσει αυτής της τελευταίας αναφοράς, δεν θα έλεγα ότι μιλάμε για υπολείμματα», επέμεινε ο Νάντοκ. Όχι, δεν ήταν ηλίθιος. «Λιγότερο από πενήντα μίλια μπροστά μας υπάρχουν πέντε χιλιάδες άντρες και δεν νομίζω ότι μπορούμε να τους σαρώσουμε έτσι απλά».

Ο Τζαντράνκα ρουθούνισε ξανά. «Θα τους συντρίψουμε, είτε με ξίφη είτε με σάρωθρα. Που να κάψει το Φως τα μάτια μου, ανυπομονώ για μια αξιοπρεπή σύγκρουση. Έδωσα εντολές στους ανιχνευτές μου να επιμείνουν μέχρι να τους ξετρυπώσουν. Δεν θα τους αφήσω να μας ξεγλιστρήσουν έτσι εύκολα».

«Τι έκανες λέει;» ρώτησε απαλά ο Καρέντε.

Μπορεί ο τόνος της φωνής του να ήταν απαλός, αλλά όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος του. Ωστόσο, ο Νάντοκ και μερικοί άλλοι χρειάστηκε να καταβάλουν προσπάθεια για να σταματήσουν να κοιτούν σαν χαζοί τον Τζαντράνκα. Οι ανιχνευτές είχαν πάρει διαταγές να επιμείνουν, τους είχαν πει για τι πράγμα να ψάξουν. Κι όλα τα υπόλοιπα που δεν θα παρατηρούσαν εξαιτίας αυτών των διαταγών;

Πριν προλάβει κανείς να ανοίξει το στόμα του, ακούστηκαν φωνασκίες από τους άντρες που βρίσκονταν στο πέρασμα, κραυγές και στριγγλιές αλόγων.

Ο Καρέντε τοποθέτησε στο ένα του μάτι τον πέτσινο κύλινδρο από το ματοκιάλι. Κατά μήκος του περάσματος μπροστά του, άντρες κι άλογα πέθαιναν κάτω από κάτι που έμοιαζε να είναι ένα χαλάζι βλημάτων από βαλλίστρες, από τον τρόπο τουλάχιστον που σφυροκοπούσαν τις ατσάλινες πανοπλίες κι έσκαγαν μέσα από τους θώρακες με τη σιδερόπλεχτη προστασία. Εκατοντάδες άντρες ήταν ήδη πεσμένοι, αρκετοί ακόμα πληγωμένοι και γερμένοι πάνω στη σέλα τους, ενώ άλλοι, πεζοί, έτρεχαν μακριά από τα άλογα που σφάδαζαν στο έδαφος. Ήταν πολλοί αυτοί που έτρεχαν. Ενόσω κοιτούσε ακόμα, πρόσεξε κάποιους έφιππους που γύριζαν τα άλογά τους από την άλλη μεριά, πασχίζοντας να ξεφύγουν από το αντίθετο άκρο του περάσματος. Πού, στο Φως, ήταν οι σουλ’ντάμ; Του ήταν αδύνατον να τις εντοπίσει. Είχε αντιμετωπίσει στο παρελθόν επαναστάτες που είχαν στη διάθεσή τους τόσο σουλ’ντάμ όσο και νταμέην, και πάντα έπρεπε να φονευθούν το γρηγορότερο δυνατόν. Ίσως οι ντόπιοι να το είχαν μάθει αυτό.

Ξαφνικά κι απότομα το έδαφος άρχισε να ανατινάζεται, σηκώνοντας βροντερά σιντριβάνια σκόνης σε όλο το μήκος της φιδογυριστής διάταξής του, σιντριβάνια που πετούσαν στον αέρα άντρες κι άλογα εξίσου εύκολα με τις πέτρες και τα χαλίκια. Ο ουρανός αστραποβόλησε με ασπρογάλαζους κεραυνούς που τσάκιζαν τη γη και τους άντρες. Κάποιοι από αυτούς απλώς εκρήγνυντο κι οι σάρκες τους ξεσκίζονταν από κάτι που δεν μπορούσε να διακρίνει. Άραγε, οι ντόπιοι διέθεταν δικές τους νταμέην; Μάλλον όχι, αυτό θα πρέπει να ήταν έργο των Άες Σεντάι.