«Τι κάνουμε τώρα;» είπε ο Νάντοκ. Η φωνή του είχε μια χροιά πανικού, κι όχι άδικα.
«Σκέφτεσαι να εγκαταλείψεις τους άντρες σου;» γρύλισε ο Τζαντράνκα. «Θα ανασυγκροτηθούμε και θα αντεπιτεθούμε, που να...!» Η φράση του κόπηκε στη μέση κι από το λαρύγγι του ακούστηκε ένας γουργουριστός ήχος καθώς η μυτερή άκρη του ξίφους του Καρέντε βυθίστηκε εύστοχα στον λαιμό του. Κάποιες φορές μπορούσες να ανεχτείς έναν ηλίθιο και κάποιες όχι. Καθώς ο άντρας έπεφτε από τη σέλα του, ο Καρέντε σκούπισε επιδέξια τη λάμα στη λευκή χαίτη του ευνουχισμένου ζώου, κι αυτό ξεχύθηκε μπροστά. Άλλες φορές, πάλι, χρειαζόταν και λίγη επίδειξη.
«Θα ανασυγκροτηθούμε όσο είναι δυνατόν, Νάντοκ», είπε, λες κι ο Τζαντράνκα δεν είχε μιλήσει καθόλου. Άες κι ήταν ανύπαρκτος. «Θα διασώσουμε ότι μπορούμε και θα υποχωρήσουμε».
Στρέφοντας το άλογο του προς τη μεριά του μονοπατιού, όπου οι αστραπές σπίθιζαν κι οι κεραυνοί βροντούσαν, έδωσε εντολές στον Άνγκαρ, έναν νεαρό με σταθερό βλέμμα και γοργό άτι, να καλπάσει ανατολικά, μεταφέροντας όσα είχαν συμβεί. Ίσως κάποια ιπτάμενη να είχε προσέξει τα γεγονότα, ίσως κι όχι, αν κι ο Καρέντε υποψιαζόταν τώρα για ποιο λόγο πετούσαν τόσο χαμηλά. Υπέθετε πως η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ κι οι στρατηγοί στο Έμπου Νταρ γνώριζαν ήδη τι συνέβαινε εδώ. Άραγε, είχε φτάσει η μέρα που θα πέθαινε για την Αυτοκράτειρα; Σπιρούνισε δυνατά τα πλευρά του αλόγου του.
Από την επίπεδη κι αραιοσπαρμένη ράχη, ο Ραντ παρατηρούσε την περιοχή προς τα δυτικά, πάνω από το δάσος που απλωνόταν μπροστά του. Έχοντας μέσα του τη Δύναμη —τόσο γλυκιά σαν τη ζωή, τόσο ποταπή και τόσο πρόστυχη— μπορούσε να διακρίνει ακόμα και το κάθε φύλλο ξεχωριστά, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Ο Ταϊ’ντάισαρ χτύπησε τις οπλές του στο έδαφος. Οι κοφτερές κορυφές, πίσω τους κι από κάθε πλευρά, δέσποζαν πάνω από τη ράχη για μια απόσταση ενός μιλίου και παραπάνω, αλλά η ράχη δέσποζε με τη σειρά της των δεντροκορυφών, μιας κυματιστής, δασωμένης κοιλάδας περίπου μιας λεύγας μήκους κι ανάλογου πλάτους. Όλα ήταν ήσυχα εκεί κάτω. Ήσυχα όσο και το Κενό στο οποίο επέπλεε. Προς το παρόν, τουλάχιστον. Εδώ κι εκεί υψώνονταν τουλούπες καπνού από δύο ή τρία δέντρα που καίγονταν σαν δαδιά σε ένα σύδεντρο. Μονάχα η υγρασία τα εμπόδιζε από το να μετατρέψουν σε παρανάλωμα ολόκληρη την κοιλάδα.
Ο Φλιν κι ο Ντασίβα ήταν οι μόνοι Άσα’μαν που εξακολουθούσαν να είναι μαζί του. Όλοι οι υπόλοιποι βρίσκονταν κάτω, στην κοιλάδα. Οι δυο τους έστεκαν λίγο παράμερα, στην άκρη των δέντρων, κρατώντας τα γκέμια των αλόγων τους κι ατενίζοντας το δάσος, από κάτω. Ο Φλιν κοιτούσε το ίδιο έντονα όσο κι ο Ραντ. Ο Ντασίβα έριχνε πού και πού ματιές τριγύρω σουφρώνοντας το στόμα του, μουρμουρίζοντας μερικές φορές μόνος του, με έναν τρόπο που έκανε τον Φλιν να κινείται αμήχανα και να στρέφει το βλέμμα του αλλού. Η Δύναμη κατέκλυζε τους δύο άντρες ξεχειλίζοντας σχεδόν από μέσα τους, αλλά ο Λουζ Θέριν παρέμενε σιωπηλός, έτσι για αλλαγή. Τις τελευταίες μέρες φαίνεται πως κρυβόταν όλο και περισσότερο.
Στον ουρανό επικρατούσε το ηλιόφως, ενώ τα σκόρπια σύννεφα ήταν γκριζωπά. Είχαν περάσει πέντε μέρες από τότε που ο Ραντ έφερε τον μικρό του στρατό στην Αλτάρα, πέντε μέρες από τότε που είδε τους πρώτους νεκρούς Σωντσάν. Κι από τότε, είχε δει κάμποσους ακόμα. Η σκέψη γλίστρησε στην επιφάνεια του Κενού. Ένιωθε τον ερωδιό που ήταν στιγματισμένος στην παλάμη του να πιέζει το Σκήπτρο του Δράκοντα μέσα από το γάντι του. Ακινησία. Δεν έβλεπε πουθενά κανένα από τα ιπτάμενα πλάσματα. Τρία από αυτά ήταν νεκρά, χτυπημένα από τις αστραπές πριν οι καβαλάρηδές τους καταλάβουν πως πρέπει να μείνουν μακριά. Ο Μπασίρε είχε εντυπωσιαστεί αρκετά από αυτά τα πλάσματα.
«Μάλλον έληξε, Άρχοντα Δράκοντα». Η φωνή της Άιλιλ ήταν ήρεμη και ψυχρή, αλλά χτύπησε απαλά με το χέρι της τον λαιμό της φοράδας της, μολονότι το ζώο δεν χρειαζόταν χάδια. Έριξε μια λοξή ματιά στον Φλιν και στον Ντασίβα κι ίσιωσε το κορμί της, απρόθυμη να δείξει το παραμικρό ίχνος ανησυχίας παρουσία τους.
Ο Ραντ συνειδητοποίησε πως τραγουδούσε μουρμουριστά και σταμάτησε απότομα. Η συνήθεια αυτή ήταν του Λουζ Θέριν όταν αντίκριζε μια όμορφη γυναίκα, όχι δική του. Όχι δική του! Μα το Φως, άρχιζε να υιοθετεί τους τρόπους αυτού του τύπου, και μάλιστα όταν αυτός δεν ήταν παρών...!
Ξαφνικά, ο υπόκωφος ήχος του κεραυνού γέμισε την πεδιάδα. Η φωτιά ξεπήδησε από τα δέντρα κάπου δύο μίλια μακριά, ίσως και περισσότερο, ξανά και ξανά. Οι αστραπές χάραζαν το δάσος, όχι πολύ μακριά από το σημείο όπου είχαν ξεπηδήσει οι φλόγες, απόμακρα μαστιγώματα σαν κοφτερές, γαλανόλευκες λόγχες. Επικράτησε μια αναμπουμπούλα από αστραπές, κεραυνούς και φωτιά, κι έπειτα όλα επανήλθαν στην ακινησία. Αυτή τη φορά, κανένα δέντρο δεν φλεγόταν.