Κάποια από αυτά τα φαινόμενα ήταν εκδηλώσεις του σαϊντίν. Κάποια.
Νόμισε πως άκουσε απόμακρες κι αμυδρές φωνές να έρχονται από κάποιο άλλο σημείο της κοιλάδας. Πολύ μακρινές ακόμα και για τα ενισχυμένα με σαϊντίν αυτιά του, ωστόσο άκουγε την κλαγγή του μετάλλου πάνω σε μέταλλο. Παραδόξως, στη μάχη δεν είχαν λάβει μέρος μόνο οι Άσά’μαν, οι Αφοσιωμένοι κι οι Στρατιώτες.
Η Αναγιέλα άφησε μια παρατεταμένη ανάσα που φαίνεται πως την κρατούσε από τη στιγμή που άρχισε η αντάλλαγή με τη Δύναμη. Οι άντρες που πολεμούσαν με ατσάλι δεν την ενοχλούσαν καθόλου. Έπειτα χάιδεψε απαλά τον λαιμό του αλόγου της, και το ευνουχισμένο ζώο ανταποκρίθηκε με το πετάρισμα ενός αυτιού. Ο Ραντ το είχε προσέξει αυτό στις γυναίκες. Πολύ συχνά, όταν μια γυναίκα ένιωθε αναστατωμένη, προσπαθούσε να ησυχάσει τους άλλους, άσχετα αν το ήθελαν ή όχι. Ακόμα κι άλογο να ήταν, δεν είχε σημασία. Πού είχε πάει ο Λουζ Θέριν;
Κάπως εκνευρισμένος, έγειρε μπροστά για να μελετήσει ξανά τον θόλο του δάσους. Κάμποσα από τούτα τα δέντρα ήταν αειθαλή —βελανιδιές, πεύκα και χαμοδάφνες— και, παρά την πρόσφατη ξηρασία, παρουσίαζαν μια χτυπητή εικόνα ακόμα και στην ενισχυμένη του όραση. Άγγιξε κάπως τεμπέλικα το στενό δέμα κάτω από τον πέτσινο αναβολέα. Θα μπορούσε να πάρει κάποιες ενισχύσεις και να χτυπήσει στα τυφλά. Θα μπορούσε να καλπάσει κάτω, στο δάσος, και να μη βλέπει ούτε στα δέκα βήματα. Εκεί κάτω δεν θα ήταν αποτελεσματικότερος από οποιονδήποτε Στρατιώτη.
Μια πύλη άνοιξε ανάμεσα στα δέντρα λίγο πιο πέρα, στο μήκος της οροσειράς, μια ασημιά σχισμή που πλάτυνε κι έγινε τρύπα μέσα από την οποία διακρίνονταν διαφορετικά δέντρα καθώς και μια πυκνή χειμωνιάτικη και καφετιά ποώδης βλάστηση. Ένας χαλκόχρωμος Στρατιώτης, με αραιό μουστάκι στο πάνω του χείλος κι ένα μικρό μαργαριτάρι να κρέμεται από το αυτί του, βγήκε από την πύλη πεζός και την άφησε να χαθεί πίσω του. Έσπρωχνε μπροστά του μία σουλ’ντάμ, με τους καρπούς δεμένους πίσω από την πλάτη της, μια αρκετά όμορφη γυναίκα, αν εξαιρέσουμε την πορφυρή κηλίδα στο πλάι του κεφαλιού της. Φαίνεται όμως πως ταίριαζε με την κατηφή έκφρασή της, καθώς και με το τσαλακωμένο και γεμάτο φύλλα φόρεμά της. Γέλασε σαρκαστικά πάνω από τον ώμο της προς το μέρος του Στρατιώτη, ενώ αυτός συνέχιζε να τη σπρώχνει κατά μήκος της ράχης προς τον Ραντ, τον οποίο η γυναίκα κοίταξε χλευαστικά.
Ο Στρατιώτης κορδώθηκε και χαιρέτησε ζωηρά. «Στρατιώτης Άρλεν Νάλααμ, Άρχοντα Δράκοντα», γάβγισε κοιτώντας κατευθείαν τη σέλα του Ραντ. «Οι προσταγές του Άρχοντα Δράκοντα ήταν να παρουσιαστεί μπροστά του κάθε γυναίκα που συλλαμβάναμε εκ μέρους του».
Ο Ραντ ένευσε καταφατικά. Η διαταγή του αποσκοπούσε μόνο στο να του δώσει την ψευδαίσθηση ότι κάτι έκανε, γιατί κατά τα άλλα δεν είχε νόημα να επιθεωρεί αιχμαλώτους για να βεβαιωθεί για κάτι που έβλεπε κι ο πιο ανόητος. «Πήγαινε την πίσω, στις άμαξες, Στρατιώτη Νάλααμ, κι επίστρεψε στη μάχη». Σχεδόν έτριζε τα δόντια του λέγοντας αυτά τα λόγια. Τον πρόσταζε να επιστρέψει στη μάχη, ενώ ο ίδιος, ο Ραντ αλ’Θόρ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας και Βασιλιάς του Ίλιαν, καθόταν πάνω στο άλογο του παρακολουθώντας τις δεντροκορυφές!
Ο Νάλααμ χαιρέτησε ξανά και ξανάρχισε να σπρώχνει βιαστικά τη γυναίκα. Αυτή εξακολούθησε να κοιτάει πάνω από τον ώμο της, όχι τον Στρατιώτη Νάλααμ αυτή τη φορά αλλά τον ίδιο τον Ραντ, έχοντας τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ορθάνοιχτο από την έκπληξη. Για κάποιον λόγο, ο Νάλααμ δεν σταμάτησε να τη σπρώχνει μέχρι που έφτασε ξανά στο σημείο από το οποίο είχε εμφανιστεί. Το μόνο απαραίτητο ήταν να πάει κάπως απόμακρα για να αποφύγει τυχόν τραυματισμό των αλόγων.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ, καθώς το σαϊντίν κατέκλυζε τον άντρα.
Ο Νάλααμ μισογύρισε προς το μέρος του, διστάζοντας για μια στγμή. «Μου φαίνεται πιο εύκολο εδώ, μια και χρησιμοποίησα το μέρος για να φτιάξω την πύλη, Άρχοντα Δράκοντα. Το σαϊντίν... έχει μια... παράξενη αίσθηση εδώ». Η αιχμάλωτος του γύρισε και τον κοίταξε συνοφρυωμένη.
Μια στιγμή αργότερα, ο Ραντ του έκανε νόημα να προχωρήσει. Ο Φλιν προσποιήθηκε πως τον απασχολούσε η ζώνη στήριξης της σέλας του, αλλά ο φαλακρός άντρας χαμογελούσε αμυδρά. Αυτάρεσκα. Ο Ντασίβα... χασκογέλασε. Ο Φλιν ήταν ο πρώτος που είχε αναφέρει σχετικά με αυτή την παράξενη αίσθηση του σαϊντίν σε αυτή την κοιλάδα. Φυσικά, ο Ναρίσμα κι ο Χόπγουιλ τον είχαν ακούσει, ενώ ο Μορ πρόσθεσε τις δικές του ιστορίες για την «παραδοξότητα» γύρω από το Έμπου Νταρ. Δεν ήταν να απορεί κανείς που ο καθένας ισχυριζόταν πως ένιωθε κάτι καινούργιο, αν και κανείς δεν μπορούσε να το περιγράψει. Το σαϊντίν απλά απέπνεε μια... περίεργη αίσθηση. Μα το Φως, με όλο αυτό το μίασμα του αρσενικού μέρους της Πηγής, τι άλλο θα μπορούσε να αισθανθεί κανείς; Ο Ραντ ήλπιζε να μην κολλούσαν όλοι αυτή τη νέα του αρρώστια.