Выбрать главу

Η πύλη του Νάλααμ άνοιξε κι ο Στρατιώτης εξαφανίστηκε μέσα της παρέα με την αιχμάλωτο του. Ο Ραντ αφέθηκε να νιώσει το σαϊντίν. Ζωή και παρακμή ανακατεμένες. Πάγος τόσο κρύος, που η καρδιά του χειμώνα φάνταζε ζεστή, και φωτιά τόσο καυτή, που το αμόνι του σιδηρουργού έμοιαζε κρύο. Θάνατος, που περίμενε με προσδοκία ένα και μοναδικό του γλίστρημα. Δεν το ένιωθε και πολύ διαφορετικό, έτσι δεν είναι; Στραβοκοίταξε το σημείο που είχε εξαφανιστεί ο Νάλααμ με τη γυναίκα.

Ήταν η τέταρτη σουλ’ντάμ που πιανόταν αιχμάλωτη το ίδιο απόγευμα. Σύνολο, είκοσι τρεις σουλ’ντάμ, μαζί με τις άμαξες. Και δύο νταμέην, κάθε μία δεμένη με το ασημένιο λουρί και το περιλαίμιο, φορτωμένες σε διαφορετικές άμαξες. Αυτά τα περιλαίμια τις ανάγκαζαν να μην μπορούν να κάνουν ούτε τρία βήματα χωρίς να εξαντληθούν πολύ περισσότερο απ’ όταν ο Ραντ άδραχνε την Πηγή. Δεν ήταν σίγουρος κατά πόσον οι αδελφές κι ο Ματ θα ευχαριστούνταν όταν τους τις πήγαιναν. Πριν από τρεις μέρες είχε δει την πρώτη νταμέην και δεν τη θεώρησε καν αιχμάλωτη. Ήταν μια λεπτόκορμη γυναίκα, ξανθομάλλα και με μεγάλα γαλάζια μάτια, μια αιχμάλωτη Σωντσάν έτοιμη να ελευθερωθεί. Έτσι νόμιζε. Όταν όμως ανάγκασε μια σουλ’ντάμ να βγάλει το περιλαίμιο της γυναίκας, το α’ντάμ, αυτή ούρλιαξε στη σουλ’ντάμ να τη βοηθήσει και ξαφνικά άρχισε να μαστιγώνει τον γύρω χώρο χρησιμοποιώντας τη Δύναμη. Έφτασε στο σημείο να προσφέρει στη σουλ’ντάμ τον λαιμό της για να της τοποθετήσει ξανά το περιλαίμιο! Εννέα Υπερασπιστές κι ένας Στρατιώτης πέθαναν πριν καταφέρουν να τη θωρακίσουν. Ο Γκέντγουιν ήταν έτοιμος να τη σκοτώσει επί τόπου αν δεν παρενέβαινε ο Ραντ. Οι Υπερασπιστές, νιώθοντας έτσι κι αλλιώς άβολα δίπλα σε γυναίκες με την ικανότητα της διαβίβασης, όπως ακριβώς άλλοι ένιωθαν το ίδιο δίπλα σε άντρες με τις ίδιες δυνατότητες, την ήθελαν νεκρή ούτως ή άλλως. Τις τελευταίες μέρες είχαν πράγματι αρκετές απώλειες στη μάχη, αλλά το να θρηνούν νεκρούς εξαιτίας μιας αιχμάλωτης ήταν σχεδόν προσβλητικό.

Οι απώλειες ήταν περισσότερες απ’ όσο περίμενε ο Ραντ. Τριάντα ένας Υπερασπιστές νεκροί και σαράντα έξι Σύντροφοι. Πάνω από διακόσιοι Λεγεωνάριοι κι οπλίτες των ευγενών. Εφτά Στρατιώτες κι ένας Αφοσιωμένος, άντρες που ο Ραντ δεν είχε συναντήσει ποτέ του πριν ανταποκριθούν στο κάλεσμά του στο Ίλιαν. Ήταν πολλοί, με δεδομένο βέβαια πως όλα τα τραύματα, εκτός από τα σοβαρότερα, μπορούσαν να Θεραπευτούν, αρκεί να άντεχες μέχρι την κατάλληλη ώρα. Πάντως, είχε απωθήσει τους Σωντσάν δυτικά, ταλαιπωρώντας τους αρκετά μάλιστα.

Κάπου πιο κάτω, στην πεδιάδα, ακούστηκαν κι άλλες φωνασκίες. Φλόγες ξεπήδησαν τρία μίλια δυτικά κι οι αστραπές γκρέμισαν δέντρα ολόκληρα. Δέντρα και πέτρες τινάχτηκαν από τη βουνοπλαγιά, λίγο πιο κάτω, ενώ παράξενοι πίδακες ξεπήδησαν κατά μήκος του πρανούς. Ο βροντερός θόρυβος κατάπιε τις κραυγές. Οι Σωντσάν υποχωρούσαν.

«Πηγαίνετε εκεί κάτω», είπε ο Ραντ στον Φλιν και τον Ντασίβα. «Κι οι δυο σας. Βρείτε τον Γκέντγουιν και πείτε του να συνεχίσει ανελέητα! Ανελέητα!»

Ο Ντασίβα έκανε μια γκριμάτσα κοιτώντας το δάσος, από κάτω, κι ύστερα τράβηξε κάπως αδέξια τα χαλινάρια του αλόγου του και κίνησε προς τη ράχη. Ήταν άγαρμπος με τα άλογα, είτε τα ίππευε είτε τα οδηγούσε. Κόντεψε να σκοντάψει πάνω στο ξίφος του!

Ο Φλιν κοίταξε ανήσυχα προς το μέρος του Ραντ. «Εσύ θα μείνεις μόνος εδώ, Άρχοντα Δράκοντα;»

«Δεν είμαι μόνος», απάντησε ξερά ο Ραντ ρίχνοντας μια ματιά στην Άιλιλ και στην Αναγιέλα. Είχαν επιστρέψει πίσω, στους οπλίτες, διακόσιοι σχεδόν λογχοφόροι που περίμεναν στο σημείο όπου η ράχη άρχιζε να κατηφορίζει προς την ανατολή. Επικεφαλής ήταν ο Ντένχαραντ, βλοσυρός μέσα από τις προσωπίδες της περικεφαλαίας του. Είχε υπό τις διαταγές του και τις δυο ομάδες τώρα, και παρ’ όλο που είχε υπ’ ευθύνη του την Άιλιλ και την Αναγιέλα, οι δικοί του εξακολουθούσαν να κάνουν επίδειξη, τέτοια που θα κρατούσε μακριά οποιονδήποτε επιτιθέμενο. Επιπλέον, ο Γουίραμον είχε ασφαλίσει τόσο πολύ το βορεινό άκρο της ράχης που δεν περνούσε ούτε μύγα, έτσι ισχυριζόταν τουλάχιστον, ενώ ο Μπασίρε κρατούσε τον νότο. Χωρίς ίχνος κομπορρημοσύνης. Ο Μπασίρε μόλις που είχε σηκώσει ένα τοίχος από δόρατα δίχως να πει τίποτα. Οι δε Σωντσάν υποχωρούσαν διαρκώς. «Δεν είμαι καν ανίσχυρος, Φλιν».