Ο Φλιν έμοιαζε κάπως διστακτικός κι έξυσε τη φράντζα των άσπρων μαλλιών του πριν χαιρετήσει κι οδηγήσει το άλογό του προς το σημείο όπου η πύλη του Ντασίβα έσβηνε ήδη. Κουτσαίνοντας, ο Φλιν κούνησε το κεφάλι του, μουρμουρίζοντας μονάχος του όπως ο Ντασίβα, ενώ του Ραντ του ερχόταν να ουρλιάξει. Δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να παραφρονήσει, ούτε αυτός ούτε οι άλλοι.
Η πύλη του Φλιν εξαφανίστηκε, κι ο Ραντ αφοσιώθηκε ξανά στη μελέτη των δεντροκορυφών. Είχε γίνει και πάλι ησυχία. Μέχρι κι ο χρόνος είχε ακινητοποιηθεί. Η ιδέα να καταλάβουν τις προφυλακές στα βουνά αποδείχτηκε μάλλον κακή. Ήταν πρόθυμος να το παραδεχτεί πια. Σ’ αυτό το έδαφος, μπορούσες να βρεθείς μισό μίλι μακριά από έναν στρατό δίχως να τον έχεις πάρει είδηση. Σ’ αυτά τα κουβαριασμένα δάση εκεί κάτω, δεν θα τον έπαιρνες είδηση ούτε στα δέκα βήματα! Ήταν επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσει τους Σωντσάν σε ομαλό έδαφος. Χρειαζόταν...
Ξαφνικά, βρέθηκε να πολεμά το σαϊντίν, να πολεμά τα άγρια, ορμητικά κύματα που πάσχιζαν να τους ανοίξουν το κρανίο στα δύο. Το Κενό χανόταν, έλιωνε κάτω από αυτή την ανελέητη επίθεση. Έξαλλος και ζαλισμένος, απελευθέρωσε την Πηγή προτού αυτή τον σκοτώσει. Η ναυτία τού έδενε το στομάχι κόμπο, ενώ η διπλωπία τον έκανε να βλέπει δύο Κορώνες από Ξίφη. Κειτόταν στον παχυλό πολτό από νεκρά φύλλα πεσμένος μπρούμυτα! Είχε πέσει κάτω! Φαίνεται πως δεν μπορούσε να ανασάνει καλά και πάλεψε να ρουφήξει αέρα στα πνευμόνια του. Ένα μικρό κομματάκι από τα χρυσά δάφνινα φύλλα της κορώνας είχε σπάσει και το αίμα λέρωνε κάμποσες από τις μικροσκοπικές χρυσές και μυτερές άκρες των σπαθιών. Ο οξύς πόνος στα πλευρά του μαρτυρούσε πως εκείνες οι αγιάτρευτες πληγές είχαν ανοίξει ξανά. Έκανε να σηκωθεί όρθιος κι άφησε μια κραυγή. Κοίταξε εμβρόντητος τα σκούρα φτερά ενός βέλους που εξείχε από το δεξί του μπράτσο. Έβγαλε ένα βογκητό και κατέρρευσε. Κάτι έτρεξε στο πρόσωπό του κι έσταξε στα μάτια του. Αίμα.
Αόριστα, συνειδητοποίησε πως άκουγε σκουξίματα. Καβαλάρηδες φάνηκαν ανάμεσα στα δέντρα στον Βορρά, καλπάζοντας κατά μήκος της ράχης, κάποιοι έχοντας τις λόγχες χαμηλωμένες και κάποιοι άλλοι περνώντας στις χορδές των βαλλιστρών τους τα βέλη όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Ιππείς με γαλαζοκίτρινες πανοπλίες αλληλεπικαλυπτόμενων πλακών και περικεφαλαίες που έμοιαζαν με τεράστια κεφάλια εντόμων. Σωντσάν, κάμποσες εκατοντάδες από δαύτους. Κατέβαιναν από τον βορρά. Κατά τ’ άλλα, ούτε μύγα δεν θα περνούσε από την οχύρωση του Γουίραμον.
Ο Ραντ πάλεψε να αδράξει την Πηγή. Ήταν πολύ αργά για να ανησυχεί μήπως ξεράσει ή μήπως πέσει ξανά μπρούμυτα. Υπό άλλες συνθήκες, θα γελούσε. Πάλευε να... Ήταν σαν να έψαχνε βελόνα στο σκοτάδι με μουδιασμένα δάχτυλα.
Ήρθε η ώρα σου, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Ο Ραντ ήξερε πως ο Λουζ Θέριν θα έδινε τελικά το παρών.
Ούτε πενήντα βήματα μακριά του, οι Δακρυνοί κι οι Καιρχινοί όργωσαν με ουρλιαχτά τους Σωντσάν.
«Πολεμήστε, σκυλιά!» τσίριξε η Αναγιέλα, ξεπεζεύοντας από τη σέλα της και σπεύδοντας πλάι του. «Πολεμήστε!» Η λυγερόκορμη σαν ιτιά αρχόντισσα με τα μετάξια και τις δαντέλες, άρχισε να ξεστομίζει τέτοιες βρισιές που θα κοκκίνιζε ακόμα κι αμαξάς.
Η Αναγιέλα κρατούσε τα γκέμια του ζώου της, αγριοκοιτάζοντας πότε τη μάζα των ανθρώπων και του ατσαλιού και πότε τον Ραντ. Ήταν η Άιλιλ αυτή που τον στήριξε όρθιο. Γονατίζοντας, βάλθηκε να τον κοιτάει με μια αδιευκρίνιστη έκφραση στα μεγάλα, μαύρα της μάτια. Δεν φαινόταν να μπορεί να κουνηθεί. Ένιωθε αποστραγγισμένος. Δεν ήταν καν σίγουρος αν μπορούσε να τρεμοπαίξει τα μάτια του. Ουρλιαχτά και κλαγγές ατσαλιού ηχούσαν στα αυτιά του.
«Αν πεθάνει στα χέρια μας, ο Μπασίρε θα μας κρεμάσει και τις δύο!» Το μόνο σίγουρο ήταν πως η Αναγιέλα δεν χαμογελούσε πια προσποιητά. «Αν μας πιάσουν αυτά τα μαυροντυμένα τέρατα...!» Αναρρίγησε κι έσκυψε κοντύτερα στην Άιλιλ, κουνώντας ένα εγχειρίδιο ζώνης το οποίο ο Ραντ δεν είχε προσέξει προηγουμένως να κρατάει στο χέρι της. Ένα ρουμπίνι στραφτάλιζε πορφυρό στη λαβή του. «Ο Αξιωματικός σου της Λόγχης θα καταφέρει να αποσπάσει αρκετούς άντρες για να μας ελευθερώσουν. Θα είμαστε μίλια μακριά πριν το ανακαλύψει, και θα έχουμε φτάσει στα σπίτια μας μέχρι να...»
«Νομίζω πως μας ακούει», τη διέκοψε ήρεμα η Άιλιλ. Τα γαντοφορεμένα με κόκκινα γάντια χέρια της μετακινήθηκαν στη μέση της. Θηκάρωνε το μαχαίρι της ζώνης της ή το τραβούσε; «Αν σκοτωθεί...» Έκοψε εξίσου απότομα τη φράση της και το κεφάλι της τινάχτηκε.
Οπλές βρόντηξαν λίγο πιο πέρα από τον Ραντ, συνεχόμενες και σε πυκνούς σχηματισμούς. Κάλπαζαν βόρεια, προς το μέρος των Σωντσάν. Με το σπαθί στο χέρι, ο Μπασίρε ξεπέζεψε πριν καλά-καλά αφήσει τα γκέμια του αλόγου του. Ο Γκρέγκοριν Πανάρ ξεπέζεψε πιο αργά, σείοντας το ξίφος του στους άντρες που συνωστίζονταν τριγύρω. «Πολεμήστε για τον Βασιλιά και το Ίλιαν!» ούρλιαξε. «Πολεμήστε γενναία! Ο Άρχων του Πρωινού! Ο Άρχων του Πρωινού!» Η κλαγγή του μετάλλου δυνάμωσε, όπως κι οι κραυγές επίσης.