«Άρχοντα Δράκοντα», απήγγειλε ο Υψηλός Άρχοντας σαν να έψαλλε και ξεπέζεψε. Εξακολουθούσε να φαντάζει εξίσου αψεγάδιαστος όπως στο Ίλιαν. Ο Μπασίρε φαινόταν αναμαλλιασμένος και κάπως βρώμικος εδώ κι εκεί, ενώ τα περίτεχνα ενδύματα του Γκρέγκοριν ήταν κηλιδωμένα και το ένα μανίκι του σκισμένο. Ο Γουίραμον έκανε μια μεγαλόπρεπη υπόκλιση, αντίστοιχη της αυλής ενός βασιλιά. «Συγχώρεσέ με, Άρχοντα Δράκοντα. Νόμισα πως είδα τους Σωντσάν να προχωρούν μπροστά από τη ράχη κι έσπευσα να τους συναντήσω. Δεν πήγε το μυαλό μου ότι μπορεί να υπήρχε κι άλλη ομάδα. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα πονούσα αν μάθαινα ότι πληγώθηκες».
«Πιστεύω πως μπορώ», είπε ξερά ο Ραντ κι ο Γουίραμον ανοιγόκλεισε τα μάτια του. Οι Σωντσάν προήλαυναν; Ίσως. Ο Γουίραμον πάντα δραττόταν της ευκαιρίας να δοξαστεί σε μια επέλαση. «Τι εννοούσες όταν είπες “τελικά”, Μπασίρε;»
«Υποχωρούν», αποκρίθηκε ο Μπασίρε. Κάτω, στην πεδιάδα, φλόγες κι αστραπές ξεπήδησαν για μια στιγμή στην αντικριστή μεριά, λες κι ήθελαν να τον διαψεύσουν.
«Οι... ανιχνευτές σου όντως ανέφεραν ότι υποχωρούν», είπε ο Γκρέγκοριν χαϊδεύοντας τη γενειάδα του, ρίχνοντας ένα λοξό και μάλλον απειλητικό βλέμμα προς τη μεριά του Μορ, ο οποίος του χαμογέλασε πλατιά δείχνοντας τα δόντια του. Ο Ραντ είχε δει τον Ιλιανό εν μέσω μάχης να οδηγεί τους άντρες του, να τους φωνάζει για να τους δώσει κουράγιο και να κυματίζει το ξίφος του με άγρια ανεμελιά, αλλά μπροστά στο πλατύ μειδίαμα του Μορ φάνηκε να δειλιάζει.
Κατόπιν εμφανίστηκε ο Γκέντγουιν, οδηγώντας το άλογό του κάπως απρόσεκτα κι αλαζονικά. Γέλασε κάνοντας μια γκριμάτσα προς το μέρος του Μπασίρε και του Γκρέγκοριν, κοίταξε βλοσυρά τον Γουίραμον, σαν να ήξερε ήδη την γκάφα που είχε κάνει, κι έριξε ένα βλέμμα στην Άιλιλ και στην Αναγιέλα σαν να επρόκειτο να τις τσιγκλήσει. Οι δύο γυναίκες απομακρύνθηκαν βιαστικά από κοντά του, όπως εξάλλου κι οι άντρες, εκτός από τον Μπασίρε. Ακόμα κι ο Μορ. Ο χαιρετισμός του Γκέντγουιν προς τον Ραντ ήταν ένα αδιάφορο χτύπημα της γροθιάς του στο στήθος. «Έστειλα ανιχνευτές μόλις είδα πως τελειώσαμε με τούτους εδώ. Υπάρχουν τρεις ακόμα φάλαγγες σε απόσταση δέκα μιλίων».
«Όλες κατευθύνονται δυτικά», παρενέβη ο Μπασίρε ήσυχα, αλλά η ματιά που έριξε προς τον Γκέντγουιν ήταν αρκετά κοφτερή για να κόψει πέτρα στα δυο. «Τα κατάφερες», είπε στον Ραντ. «Όλοι τους υποχωρούν. Αμφιβάλω αν θα σταματήσουν πουθενά πριν φτάσουν στο Έμπου Νταρ. Οι εκστρατείες δεν τελειώνουν πάντα με εντυπωσιακές παρελάσεις μέσα στην πόλη, κι αυτή εδώ θεωρείται τελειωμένη πια».
Περιέργως —αλλά ίσως κι όχι— ο Γουίραμον επέμεινε να προχωρήσουν «για να καταλάβουν το Έμπου Νταρ στο όνομα και τη δόξα του Άρχοντα του Πρωινού», όπως το έθεσε, αλλά όλοι έμειναν εμβρόντητοι όταν άκουσαν τον Γκέντγουιν να λέει πως δεν θα τον πείραζε διόλου να χτυπήσουν με μια σαρωτική κίνηση τους υπόλοιπους Σωντσάν, όπως δεν θα τον πείραζε να δει το Έμπου Νταρ. Ακόμα κι η Άιλιλ κι η Αναγιέλα πρόσθεσαν τις φωνές τους υπέρ του να «δοθεί τέλος μια για πάντα στο θέμα των Σωντσάν», αν κι η Άιλιλ πρόσθεσε πως δεν θα ήθελε με τίποτα να επιστρέψει για να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε. Ήταν αρκετά σίγουρη πως ο Άρχοντας Δράκοντας θα επέμενε να τον συνοδεύσει. Κι ο τόνος της φωνής της ήταν παγερός και ξερός όπως η νύχτα στην Ερημιά του Άελ.
Μονάχα ο Μπασίρε κι ο Γκρέγκοριν πρότειναν να γυρίσουν πίσω, υψώνοντας ολοένα τη φωνή τους, ενώ ο Ραντ παρέμενε σιωπηλός, ατενίζοντας δυτικά. Προς τη μεριά του Έμπου Νταρ.
«Κάναμε αυτό για το οποίο ήρθαμε μέχρις εδώ», επέμεινε ο Γκρέγκοριν. «Για όνομα του Φωτός, πιστεύεις πως μπορείς να κατακτήσεις το ίδιο το Έμπου Νταρ;»
Να κατακτήσω το Έμπου Νταρ, σκέφτηκε ο Ραντ. Γιατί όχι; Είναι κάτι που δεν θα περίμενε κανείς. Μια απρόσμενη έκπληξη, τόσο για τους Σωντσάν όσο και για οποιονδήποτε άλλον.
«Στις μέρες μας, αρπάζεις την ευκαιρία και το βάζεις στα πόδια», γρύλισε ο Μπασίρε. «Σε άλλους καιρούς, μάζευες τα κέρδη σου και πήγαινες σπίτι. Γνώμη μου είναι να πάμε στα σπίτια μας».
Δεν θα σου έδινα την παραμικρή σημασία, είπε ο Λουζ Θέριν, κι αυτή τη φορά ακουγόταν σχεδόν λογικός, αν δεν ήταν προφανές ότι ήσουν εντελώς τρελός.
Το Έμπου Νταρ. Ο Ραντ έσφιξε το Σκήπτρο του Δράκοντα κι ο Λουζ Θέριν κακάρισε.
24
Η Ώρα του Σιδήρου
Δώδεκα λεύγες ανατολικά του Έμπου Νταρ, το ράκεν γλιστρούσε μέσα κι έξω από τα ραβδωτά σύννεφα που κάλυπταν την ανατολή του ηλίου, για να προσγειωθεί σε ένα μακρύ βοσκοτόπι σημαδεμένο από πολύχρωμα σημαιάκια πάνω σε ψηλούς στύλους που υποδείκνυαν τον χώρο προσγείωσης των ιπτάμενων. Το καφετί γρασίδι είχε ποδοπατηθεί και χαραχτεί από μέρες. Η χάρη που διέθετε το πλάσμα στον αέρα χανόταν απότομα μόλις τα γαμψώνυχα του άγγιζαν το έδαφος κι άρχιζε να τρέχει αδέξια, με τις δερμάτινες φτερούγες να φτάνουν τα τριάντα βήματα σε πλάτος, κρατημένες ψηλά λες και το ζώο ήθελε να ανυψωθεί ξανά. Ελάχιστη ομορφιά υπήρχε σε ένα ράκεν που προσγειωνόταν αδέξια σε ένα χωράφι, χτυπώντας τα πλευρικά του φτερά και με τον αναβάτη να είναι ζαρωμένος πάνω στη σέλα, λες κι ήθελε να τραβήξει το ζώο επάνω χρησιμοποιώντας μονάχα τη μυική του δύναμή, κι ενώ αυτό κατέβαινε μέχρι που τα φτερά του ολίσθαιναν στον αέρα, κι οι άκρες τους περνούσαν ξυστά από τις δεντροκορυφές των ελιών, στην άλλη άκρη του αγρού. Μόνο όταν κέρδιζαν ύψος και στρέφονταν προς τον ήλιο, ανερχόμενα προς τα σύννεφα, τα ράκεν αποκτούσαν ξανά τη χαμένη τους μεγαλοπρέπεια. Οι ιπτάμενες δεν έμπαιναν στον κόπο να ξεπεζέψουν από τη στιγμή που προσγειώνονταν. Ενώ ένας χαμηλόβαθμος υπηρέτης κρατούσε ένα καλάθι ψηλά, έτσι ώστε το ράκεν να μπορεί να καταπιεί χούφτες ολόκληρες από αποξηραμένα φρούτα, η μία από τις ιπτάμενες θα έδινε την αναφορά της σε κάποιον ανώτερο υπηρέτη, ενώ ο πρώτος θα λάμβανε διαταγές από κάποια άλλη ιπτάμενη, τόσο κατώτερου βαθμού που συχνά απαγορευόταν να χειρίζεται ακόμα και τα χαλινάρια του ζώου. Λίγο μετά την προσγείωση, έπαιρναν το πλάσμα από τα γκέμια και το πήγαιναν σε ένα σημείο όπου τέσσερα πέντε άλλα περίμεναν τη σειρά τους γι’ αυτή την άγαρμπη και χρονοβόρο βόλτα στον ουρανό.