Η υφασμάτινη είσοδος της σκηνής άνοιξε απότομα κι η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ γλίστρησε στο εσωτερικό, με τα μαύρα της μαλλιά να σχηματίζουν ένα περήφανο λοφίο που χυνόταν στην πλάτη της, με το λευκό νυχτικό με τις πτυχώσεις και την πλούσια κεντημένη ρόμπα που φορούσε από πάνω ανέγγιχτα κατά περίεργο τρόπο από τη λάσπη της υπαίθρου. Ο άντρας νόμιζε πως βρισκόταν ακόμα στο Έμπου Νταρ. Θα πρέπει να είχε πετάξει με κάποιο το’ράκεν. Συνοδευόταν από μια μικρή προσωπική ακολουθία. Ένα ζευγάρι Φρουρών του Θανάτου, με μαύρες φούντες στις λαβές των σπαθιών τους, κρατούσαν την υφασμάτινη είσοδο ανοικτή, κι απ’ έξω μπορούσες να διακρίνεις κι άλλους, άντρες με πέτρινα πρόσωπα και πρασινοκόκκινες φορεσιές. Η ενσάρκωση της Αυτοκράτειρας, είθε να ζήσει για πάντα. Μέχρι κι όσοι ανήκαν στην Γενιά τούς πρόσεξαν. Η Σούροθ τούς προσπέρασε σαν να μην ήταν παρά απλοί υπηρέτες, όπως οι αισθησιακές ντα’κοβάλε, με τα πασουμάκια, τις σχεδόν διάφανες λευκές ρόμπες, και με τα ξανθά σαν μέλι μαλλιά τους να σχηματίζουν μια αρμαθιά από λεπτές πλεξούδες, που κουβαλούσαν το επιχρυσωμένο τραπεζάκι της Υψηλής Αρχόντισσας μόλις δύο βήματα πιο πίσω. Η Φωνή της Γενιάς της Σούροθ, η Άλχουιν, μια σκυθρωπή γυναίκα με πράσινο χιτώνα, με τη μισή πλευρά του κεφαλιού της ξυρισμένη και τα υπόλοιπα από τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά της τυλιγμένα σε μια λιτή πλεξούδα, ακολούθησε κατά πόδας την αφέντρα της. Καθώς ο Μίραζ κατέβηκε από την εξέδρα συνειδητοποίησε σοκαρισμένος πως η δεύτερη ντα’κοβάλε πίσω από τη Σούροθ, μια κοντή, μαυρομάλλα και λεπτή γυναίκα με διάφανο χιτώνα, ήταν νταμέην! Μια νταμέην ντυμένη με τρόπο εντελώς ανάρμοστο, δεδομένου ότι ήταν ιδιοκτησία, αλλά το πιο παράξενο ήταν ότι η Άλχουιν την τραβούσε από το α’ντάμ!
Δεν άφησε να φανεί η έκπληξή του καθώς γονάτιζε στο ένα γόνατο, μουρμουρίζοντας: «Είθε το Φως να φωτίζει την Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ. Τιμή στην Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ». Όλοι έπεσαν μπρούμυτα στο δάπεδο από καναβάτσο με τα βλέμματα χαμηλωμένα. Ο Μίραζ ανήκε κι αυτός στη Γενιά, αν και βρισκόταν πιο χαμηλά για να ξυρίσει τη μια πλευρά του κρανίου του όπως η Σούροθ. Μονάχα τα νύχια των μικρών του δαχτύλων ήταν βερνικωμένα. Βρισκόταν πολύ χαμηλά στην ιεραρχία για να δείξει έκπληξη επειδή η Υψηλή Αρχόντισσα επέτρεψε στη Φωνή της να εξακολουθήσει να φέρεται σαν σουλ’ντάμ αφού είχε ανέλθει σε σο’τζίν. Περίεργοι καιροί σε παράξενους τόπους, όπου ο Αναγεννημένος Δράκοντας βάδιζε στη γη κι οι μαράθ’νταμέην σκύλιαζαν για να σκοτώσουν και να αιχμαλωτίσουν όποιον κι ότι έβρισκαν μπροστά τους.
Η Σούροθ ούτε που τον κοίταξε καλά-καλά, παρά μόνο στράφηκε να μελετήσει το τραπέζι με τους χάρτες, και σίγουρα είχε σοβαρό λόγο που τα μαύρα της μάτια στένεψαν με αυτό που είδε. Κάτω από το βλέμμα της, οι Χαϊλέν είχαν καταφέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα ονειρεύτηκαν, διεκδικώντας μεγάλες εκτάσεις των κλεμμένων γαιών. Ο μόνος σκοπός για τον οποίον στάλθηκαν ήταν να ανιχνεύσουν την περιοχή, κι έπειτα από το Φάλμε μερικοί πίστευαν πως ακόμα κι αυτό αποδεικνυόταν αδύνατον. Τα δάχτυλα της γυναίκας έπαιζαν εκνευριστικά ταμπούρλο πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού, και τα μεγάλα βαμμένα μπλε νύχια των πρώτων δύο δαχτύλων παρήγαν έναν ξερό ήχο. Αν οι επιτυχίες συνεχίζονταν, θα είχε τη δυνατότητα να ξυρίσει ολόκληρο το κεφάλι της και να βάψει κάθε τρίτο νύχι των χεριών της. Η υιοθεσία στην Αυτοκρατορική οικογένεια δεν ήταν κάτι ανήκουστο για τόσο μεγάλα κατορθώματα. Αν όμως η επιτυχία της ήταν αλματώδης κι υπερέβαινε το όριο, μπορεί να βρισκόταν με τα νύχια κομμένα και κουκουλωμένη σε έναν λεπτό σαν μεμβράνη χιτώνα να υπηρετεί κάποιον που θα ανήκε στη Γενιά, αν όχι πουλημένη σε κάποιον αγρότη για να τον βοηθά να καλλιεργεί τα χωράφια του ή να ιδρώνει από τη δουλειά μέσα σε κάποια αποθήκη. Στη χειρότερη περίπτωση, ο Μίραζ θα έπρεπε να κόψει τις φλέβες του.