Συνέχισε να παρακολουθεί σιωπηλά κι υπομονετικά τη Σούροθ, αλλά ο ίδιος ήταν ένας αξιωματικός των ανιχνευτικών ομάδων, ένας μόρατ’ράκεν, πριν πάρει προαγωγή στη Γενιά, κι ήταν αναπόφευκτο να προσέχει τα πάντα τριγύρω του. Ένας ανιχνευτής ζούσε ή πέθαινε ανάλογα με το τι έβλεπε ή όχι, και το ίδιο ίσχυε και για τους υπόλοιπους. Οι άντρες ήταν πεσμένοι μπρούμυτα γύρω από τη σκηνή. Κάποιοι από δαύτους έμοιαζαν να μην αναπνέουν καν. Η Σούροθ θα έπρεπε να τον πάρει παράμερα και να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά τους. Οι στρατιώτες στην είσοδο απαγόρεψαν σε έναν αγγελιοφόρο να περάσει στο εσωτερικό. Πόσο φρικτό ήταν αυτό το μήνυμα που η γυναίκα πάσχιζε να περάσει από τους Φρουρούς του Θανάτου;
Η ματιά του έπεσε στην ντα’κοβάλε που κρατούσε το τραπεζάκι στην αγκαλιά της. Το σκυθρώπιασμα άστραφτε στο χαριτωμένο και κουκλίστικο πρόσωπό της, αν και δεν το άφηνε να φανεί για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Η ιδιοκτησία έδειχνε θυμό; Υπήρχε και κάτι άλλο. Το βλέμμα του στράφηκε στην νταμέην, η οποία είχε κατεβασμένο το κεφάλι αλλά συνέχιζε να ρίχνει γύρω ματιές γεμάτες περιέργεια. Η καστανομάτα ντα’κοβάλε κι η νταμέην με τα ξασπρισμένα μάτια έμοιαζαν εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, ωστόσο κάτι υπήρχε επάνω τους. Κάτι στα πρόσωπά τους. Παράξενο. Του ήταν αδύνατον να προσδιορίσει την ηλικία τους.
Η Άλχουιν πρόσεξε πολύ γρήγορα το βλέμμα του. Με ένα δυνατό τράβηγμα του α’ντάμ ανάγκασε την νταμέην να πέσει μπρούμυτα, πάνω στο υφασμάτινο δάπεδο. Με μια κοφτή κίνηση των δαχτύλων της έδειξε προς το καραβόπανο με το χέρι που δεν εμποδιζόταν από το βραχιόλι του α’ντάμ, κι έκανε μια γκριμάτσα όταν η ντα’κοβάλε με τα μελένια μαλλιά δεν κινήθηκε καθόλου. «Κάτω, Λίαντριν!» είπε συριστικά, σχεδόν μέσα από τα δόντια της. Η ντα’κοβάλε αγριοκοίταξε —αν είναι δυνατόν!— την Άλχουιν κι έπεσε στα γόνατα, με τα χαρακτηριστικά της να έχουν αποκτήσει μια μελαγχολική χροιά.
Πολύ παράξενο, αλλά ίσως όχι και τόσο σημαντικό. Με πρόσωπο ανάλγητο, παρ’ όλο που ξεχείλιζε από ανυπομονησία, ο άντρας περίμενε. Ανυπομονησία μαζί με κάποια δυσαρέσκεια. Είχε ανέλθει στην ιεραρχία της Γενιάς αφού κάλπασε πενήντα μίλια σε μια νύχτα και με τρία βέλη πάνω στο κορμί του, για να φέρει τα μαντάτα του επαναστατικού στρατού που παρήλαυνε στο ίδιο το Σωντάρ, κι η πλάτη του ακόμα τον πονούσε.
Τελικά, η Σούροθ στράφηκε από τον χάρτη που ήταν απλωμένος πάνω στο τραπέζι. Δεν του έδωσε την άδεια να σηκωθεί, πόσω μάλλον να τον αγκαλιάσει σαν κάποιον που ανήκει στη Γενιά. Όχι ότι ο Μίραζ περίμενε κάτι τέτοιο. Ήταν πολύ κατώτερος της. «Είσαι έτοιμος να προελάσεις;» απαίτησε να μάθει κοφτά. Αν μη τι άλλο, δεν του μιλούσε μέσω της Φωνής της. Μπροστά σε τόσους αξιωματούχους, ο άντρας θα ένιωθε τέτοια ντροπή που θα κυκλοφορούσε με το βλέμμα χαμηλωμένο επί μήνες, ίσως και χρόνια.
«Θα είμαι σύντομα, Σούροθ», της απάντησε ήρεμα, κοιτώντας την κατάματα. Μπορεί να ήταν χαμηλόβαθμος, αλλά δεν έπαυε να ανήκει στη Γενιά. «Είναι αδύνατον να συνενωθούν πριν περάσουν δέκα μέρες, κι άλλες δέκα τουλάχιστον μέχρι να βγουν από τα βουνά. Πριν από αυτό όμως, εγώ...»
«Θα μπορούσαν να βρεθούν εδώ κι αύριο», τον έκοψε απότομα η γυναίκα. «Ακόμα και σήμερα! Αν έρθουν, Μίραζ, θα καταφθάσουν μέσω της αρχαίας τέχνης του Ταξιδέματος, κάτι που μου φαίνεται πολύ πιθανό».
Άκουσε τους άντρες να μετακινούνται παρά τη θέλησή τους έτσι όπως ήταν πεσμένοι μπρούμυτα. Άραγε, η Σούροθ είχε χάσει τον έλεγχο των συναισθημάτων της κι άρχισε να παραμιλάει για διάφορους θρύλους; «Είσαι σίγουρη;» Τα λόγια ξεπήδησαν από το στόμα του πριν προλάβει να συγκρατηθεί.
Αν προηγουμένως απλώς νόμισε πως η γυναίκα έχασε τον έλεγχο, τώρα ήταν σίγουρος. Η ματιά της άστραψε. Άρπαξε τις άκρες του λουλουδάτου χιτώνα της, οι αρθρώσεις των δαχτύλων της άσπρισαν και τα χέρια της έτρεμαν. «Τολμάς να με ρωτάς;» γρύλισε δύσπιστα. «Έχω τις πληροφορίες μου από συγκεκριμένες πηγές, κι αυτό πρέπει να σου είναι αρκετό». Ο άντρας αντιλήφθηκε πως η Σούροθ ήταν έξαλλη τόσο με αυτές τις πηγές όσο και μαζί του. «Σε περίπτωση που έρθουν, θα είναι ίσως καμιά πενηνταριά από αυτούς τους μεγαλοπρεπείς που λέγονται Άσά’μαν, και κάπου πέντε ή έξι χιλιάδες στρατιώτες. Φαίνεται πως εξ αρχής τόσοι ήταν, άσχετα από το τι έλεγαν οι ιπτάμενες».