Выбрать главу

«Θα γίνει το πρόσταγμά σου, Σούροθ», αποκρίθηκε ο άντρας. «Θα αφανιστούν μέχρι και τον τελευταίο». Δεν είχε να πει τίποτα άλλο. Ευχήθηκε, ωστόσο, να του είχε απαντήσει κατά πόσον οι σουλ’ντάμ κι οι νταμέην εξακολουθούσαν να είναι άρρωστες.

Ο Ραντ τράβηξε το χαλινό του Ταϊ’ντάισαρ κι οδήγησε το ζώο κοντά στην κορυφή του γυμνού, πέτρινου λόφου, έτσι ώστε να μπορεί να παρακολουθεί το κυριότερο μέρος του μικρού του στρατού που ξεχυνόταν από διάφορες άλλες τρύπες στον αέρα. Άδραχνε με δύναμη την Αληθινή Πηγή, τόσο που έμοιαζε να τρέμει στην αρπάγη του. Έχοντας μέσα του τη Δύναμη, ένιωθε τις αιχμηρές άκρες της Κορώνας από Ξίφη που τρυπούσαν τα μηνίγγια του, πιο οξείες από ποτέ αλλά ταυτόχρονα κι εντελώς απόμακρες, την πρωινή ψύχρα πιο παγερή αλλά και πιο αδιάφορη. Οι αγιάτρευτες πληγές στο πλευρό του δεν ήταν παρά ένας άτονος και μακρινός πόνος. Ο Λουζ Θέριν έμοιαζε λαχανιασμένος και γεμάτος αβεβαιότητα. Ή, ίσως, φόβο. Μια κι είχε βρεθεί τόσο κοντά στον θάνατο την προηγούμενη μέρα, μάλλον δεν ήθελε πια και τόσο πολύ να πεθάνει. Από την άλλη, δεν ήθελε να πεθάνει έτσι κι αλλιώς. Η μόνη σταθερή παράμετρος σε αυτόν τον άνθρωπο ήταν η επιθυμία του να σκοτώσει. Πολύ συχνά, η επιθυμία του αυτή περιελάμβανε και τον ίδιο του τον εαυτό.

Σύντομα, θα μπουχτίσουμε από σκοτωμούς, σκέφτηκε ο Ραντ. Μα το Φως, οι έξι τελευταίες μέρες θα αρρώσταιναν κι όρνιο. Μόνο έξι μέρες είχαν περάσει; Η αηδία δεν τον άγγιζε πια. Δεν το επέτρεπε στον εαυτό του. Ο Λουζ Θέριν δεν απάντησε. Ναι. Είχε έρθει η ώρα που χρειαζόταν να δείξει κανείς καρδιά από σίδερο και σιδηρούν κουράγιο. Έσκυψε για μια στιγμή για να αγγίξει το μακρόστενο, τυλιγμένο σε ύφασμα πακέτο κάτω από τον πέτσινο αναβολέα. Όχι, δεν ήταν ακόμα η κατάλληλη στιγμή. Η αβεβαιότητα τρεμόσβησε στο Κενό, ίσως και κάτι άλλο ακόμα. Όχι, ήλπιζε πως η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη. Εντάξει, η αβεβαιότητα ήταν αποδεκτή, αλλά το άλλο συναίσθημα δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να είναι φόβος. Σε καμία περίπτωση!

Οι μισοί από τους γύρω λόφους ήταν καλυμμένοι με κοντόχοντρες και ροζιασμένες ελιές που το ηλιόφως τις έκανε να φαίνονται διάστικτες κι όπου οι λογχοφόροι ήδη παρήλαυναν κατά μήκος των φαλαγγών για να σιγουρευτούν πως ο δρόμος μπροστά ήταν καθαρός. Δεν υπήρχε ίχνος εργατών σε αυτούς τους δεντρόκηπους, καμιά αγροικία, κανένα είδος κτίσματος. Λίγα μίλια δυτικά, οι λόφοι ήταν σκοτεινότεροι και δασωμένοι. Οι Λεγεωνάριοι εμφανίστηκαν κάτω από τον Ραντ, τριποδίζοντας και παραταγμένοι σε σειρές, κι αναπτύχθηκαν σε συστοιχία, ακολουθούμενοι από έναν ουλαμό ρακένδυτων Ιλιανών εθελοντών που είχαν στρατολογηθεί στη Λεγεώνα. Μόλις σχημάτισαν ζυγούς και παρατάχθηκαν, προχώρησαν κάπως παράμερα για να κάνουν χώρο στους Υπερασπιστές και στους Συντρόφους. Το έδαφος ήταν ως επί το πλείστον λασπερό, και τόσο οι μπότες όσο κι οι οπλές γλιστρούσαν πάνω στη λεπτή και λεία επιφάνεια της λάσπης. Παραδόξως, πάντως, ελάχιστα σύννεφα επικρέμονταν στον ουρανό, λευκά και καθαρά. Ο ήλιος ήταν μια ωχροκίτρινη μπάλα. Εκεί πάνω δεν πετούσε τίποτα μεγαλύτερο από σπουργίτι.

Ο Ντασίβα κι ο Φλιν ήταν από τους άντρες που κρατούσαν τις πύλες, όπως επίσης ο Άντλεϋ με τον Χόπγουιλ κι ο Μορ με τον Ναρίσμα. Κάποιες από τις πύλες βρίσκονταν εκτός του οπτικού πεδίου του Ραντ, πίσω από τους αναδιπλούμενους λόφους. Ήθελε να περάσουν όλοι το συντομότερο δυνατόν κι, εκτός από λίγους Στρατιώτες που επιτηρούσαν τον ουρανό, ο κάθε μαυροντυμένος άντρας που δεν είχε αναλάβει ανιχνευτική αποστολή ήλεγχε και μία ύφανση, ακόμα κι ο Γκέντγουιν με τον Ρόσεντ, παρ’ όλο που κι οι δυο τους έκαναν μορφασμούς αναμεταξύ τους και προς την κατεύθυνση του Ραντ. Ο Ραντ πίστευε πως δεν ήταν πλέον συνηθισμένοι να κάνουν κάτι τόσο συνηθισμένο όσο να κρατήσουν μια πύλη προς χρήση των άλλων.

Ο Μπασίρε ανέβηκε τριποδίζοντας την πλαγιά, γεμάτος αυτοπεποίθηση και καβάλα στο κοντό καστανοκόκκινο ζώο του. Ο μανδύας του ήταν τραβηγμένος πίσω, παρά την ψύχρα του πρωινού, η οποία βέβαια δεν ήταν τόσο έντονη όσο των βουνών αλλά αρκετά τσουχτερή ωστόσο. Ένευσε αδιάφορα προς τη μεριά της Αναγιέλα και της Άιλιλ, οι οποίες του ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό κοιτώντας τον ψυχρά. Ο Μπασίρε χαμογέλασε κάτω από αυτά τα παχιά μουστάκια που έμοιαζαν με κέρατα γυρισμένα προς τα κάτω, και το χαμόγελο του δεν ήταν κι ιδιαίτερα καλότροπο. Είχε εξίσου έντονες αμφιβολίες για τις γυναίκες όσο κι ο Ραντ. Κι αυτές, αν μη τι άλλο, γνώριζαν σχετικά με τις επιφυλάξεις του. Στρέφοντας απότομα το κεφάλι της από τον Σαλδαίο, η Αναγιέλα ξανάρχισε να χαϊδεύει τη χαίτη του ευνουχισμένου της ζώου. Η Άιλιλ κρατούσε τα γκέμια πολύ σφικτά.