Выбрать главу

Αυτές οι δύο δεν είχαν ξεστρατίσει και πολύ από τον Ραντ ύστερα από το επεισόδιο της ράχης, και μάλιστα την προηγούμενη νύχτα έστησαν τις σκηνές τους σε ακτίνα ακοής από τη δική του. Σε μια λοφοπλαγιά με καφετί γρασίδι, από την αντίθετη μεριά, ο Ντένχαραντ αναδεύτηκε για να μελετήσει τους ακολούθους των δύο αριστοκρατισσών, οι οποίοι ήταν παραταγμένοι πίσω του, κι έπειτα στράφηκε να παρακολουθεί τον Ραντ. Το πιθανότερο ήταν πως παρακολουθούσε και την Άιλιλ με την Αναγιέλα, αλλά το σίγουρο ήταν πως παρακολουθούσε τον Ραντ. Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν φοβούνταν να πάρουν την ευθύνη σε περίπτωση που σκοτωνόταν ή αν απλώς επιθυμούσαν να το δουν να συμβαίνει. Μόνο για ένα πράγμα ήταν σίγουρος κι αυτό ήταν πως, αν ήθελαν να τον δουν νεκρό, δεν θα τους έκανε τη χάρη.

Άντε βγάλε άκρη με την καρδιά μιας γυναίκας, κακάρισε πικρόχολα ο Λουζ Θέριν. Ήταν σε μια από τις φάσεις που είχε σώας τας φρένας. Οι πιο πολλές γυναίκες θα έμεναν παγερά αδιάφορες απέναντι σε κάτι για το οποίο ένας άντρας θα σκότωνε, και θα σε σκότωναν για κάτι που θα άφηνε αδιάφορο έναν άντρα.

Ο Ραντ τον αγνόησε. Η τελευταία πύλη στο πεδίο ορατότητάς του έσβησε. Οι έφιπποι Άσα’μαν ήταν πολύ μακριά για να σιγουρευτεί κατά πόσον εξακολουθούσαν να είναι κάτοχοι του σαϊντίν, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία από τη στιγμή που το κατείχε ο ίδιος. Ο αδέξιος Ντασίβα πάσχιζε να καβαλικέψει όσο το δυνατόν γρηγορότερα το άλογο του, κι έπεσε σχεδόν δύο φορές πριν κατορθώσει να ανέβει στη σέλα. Οι περισσότεροι μαυροντυμένοι άρχισαν να καλπάζουν με κατεύθυνση προς τον Βορρά ή τον Νότο.

Οι υπόλοιποι ευγενείς μαζεύτηκαν γοργά, με τον Μπασίρε στην πλαγιά, ακριβώς κάτω από τον Ραντ, και τους υψηλόβαθμους καθώς κι όσους κατείχαν την μεγαλύτερη ισχύ μπροστά, έπειτα από μερικές σπρωξιές εδώ κι εκεί, στα σημεία που δεν ήταν ξεκάθαρο ποιος προηγούνταν του άλλου. Ο Τίχερα κι ο Μάρκολιν κράτησαν τα άλογά τους στο περιθώριο, αντικριστά του κυρίως όγκου των ευγενών, με τις εκφράσεις στα πρόσωπά τους προσεκτικά κενές. Ίσως να τους ζητούσαν τη συμβουλή τους, αλλά κι οι δυο τους ήξεραν καλά πως άλλοι θα έπαιρναν τις τελικές αποφάσεις. Ο Γουίραμον άνοιξε το στόμα του με μια μεγαλόπρεπη κίνηση, έτοιμος αναμφίβολα να ξεκινήσει άλλη μία ένδοξη αγόρευση για την τιμή και τη δόξα που θα συνοδεύει τον ακόλουθο του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ο Σούναμον κι ο Τόρεαν, συνηθισμένοι στους λόγους του κι αρκετά ισχυροί για να μην του δίνουν ιδιαίτερα σημασία, σπιρούνισαν ταυτόχρονα τα άλογά τους κι άρχισαν να συζητάνε σιωπηλά. Η έκφραση του Σούναμον είχε μια ασυνήθιστη σκληρότητα, ενώ ο Τόρεαν έμοιαζε έτοιμος να αρπαχτεί. Ο Μπέρτομ με το θεληματικό πηγούνι καθώς και μερικοί άλλοι Καιρχινοί δεν ήταν διόλου ήσυχοι και γελούσαν ο ένας με τα αστεία του άλλου. Όλοι τους είχαν χορτάσει πια από τις μεγαλοπρεπείς ρητορείες του Γουίραμον. Ωστόσο, το σκυθρώπιασμα του Σεμάραντριντ γινόταν όλο και πιο βαθύ κάθε φορά που κοιτούσε προς το μέρος της Άιλιλ και της Αναγιέλα —δεν του άρεσε διόλου που παρέμεναν κοντά στον Ραντ, ειδικά η συμπατριώτισσά του— κι έτσι η στρυφνάδα του ίσως να μην είχε σχέση με τις αερολογίες του Γουίραμον.

«Κάπου δέκα μίλια μακριά μας», είπε δυνατά ο Ραντ, «πενήντα χιλιάδες άντρες περίπου ετοιμάζονται να προελάσουν». Όλοι το είχαν υπ’ όψιν τους, αλλά τα λόγια του χρησίμευσαν στα να τραβήξει την προσοχή επάνω του και να κλείσει κάποια στόματα, όπως του Γουίραμον, ο οποίος —αν και ξινισμένα— σφράγισε το δικό του. Ο τύπος ικανοποιούνταν πραγματικά να ακούει τον εαυτό του να μιλάει. Ο Γκέγιαμ με τον Μάρακον, παίζοντας με τις μυτερές άκρες των λιπαρών τους γενειάδων, χαμογέλασαν γεμάτοι ανυπομονησία, οι ηλίθιοι. Ο Σεμάραντριντ έμοιαζε με κάποιον που είχε καταναλώσει ένα ολόκληρο κύπελλο χαλασμένα δαμάσκηνα, ενώ στα πρόσωπα του Γκρέγκοριν και των τριών αρχόντων των Εννέα που ήταν μαζί του ήταν χαραγμένη μια ζοφερή αποφασιστικότητα. Δεν ήταν ανόητοι. «Οι ανιχνευτές δεν πρόσεξαν κανένα ίχνος από σουλ’ντάμ ή νταμέην», συνέχισε ο Ραντ, «αλλά ακόμα και χωρίς αυτές, ακόμα και με τη βοήθεια των Άσα’μαν, πολλοί από μας μπορεί να σκοτωθούν σε περίπτωση που ξεχάσουμε το γενικό πλάνο. Ωστόσο, είμαι σίγουρος πως κανείς δεν πρόκειται να το ξεχάσει». Καμιά κατηγορία χωρίς διαταγές αυτή τη φορά, το είχε ξεκαθαρίσει. Επίσης, κανείς δεν θα το έβαζε στα πόδια επειδή νόμισε ότι είδε κάτι.

Ο Γουίραμον χαμογέλασε, με ένα χαμόγελο γεμάτο κολακεία, όπως του Σούναμον.

Με τον τρόπο του, το σχέδιο ήταν γενικά απλό. Θα προήλαυναν δυτικά σε πέντε φάλαγγες, σε κάθε μία από τις οποίες θα υπήρχαν Άσα’μαν, και θα προσπαθούσαν να ορμήσουν στους Σωντσάν από κάθε μεριά ταυτόχρονα. Ή, τουλάχιστον, να τους προσεγγίσουν πλευρικά όσο κοντύτερα γινόταν. Ο Μπασίρε επέμενε πως τα απλούστερα σχέδια ήταν και τα καλύτερα. Αν δεν είσαι ικανοποιημένος με ένα ολόκληρο σακί παχουλά γουρουνάκια, μουρμούριζε, και πρέπει να τρέχεις στο δάσος να βρεις τη γριά γουρούνα, μην το πάρεις στην πλάκα γιατί θα σε ξεντερίσει.