Ο Ραντ έριξε μια ματιά στην Άιλιλ και στην Αναγιέλα. Η Δακρυνή τού χαμογέλασε προσποιητά κι απολύτως διστακτικά, ενώ το πρόσωπο της Καιρχινής ήταν ολότελα παγερό. Δεν ήταν δυνατόν να τις ξεχάσει, ούτε τον Ντένχαραντ με τους οπλίτες τους. Η δική του φάλαγγα, στο κέντρο, θα ήταν η ογκωδέστερη κι η ισχυρότερη, οριακά τουλάχιστον. Πολύ οριακά.
Ο Φλιν κι οι άντρες που είχε επιλέξει ο Ραντ έπειτα από τα γεγονότα στα Πηγάδια του Ντουμάι, ανηφόρισαν τον λόφο προς το μέρος του. Ο καραφλός και πιο ηλικιωμένος άντρας ήταν πάντα ο ηγέτης της φάλαγγας, παρ’ όλο που όλοι, εκτός από τον Άντλεϋ και τον Ναρίσμα, φορούσαν τώρα τον Δράκοντα και το Ξίφος, με τον Ντασίβα να τον έχει φορέσει πρώτος-πρώτος, εν μέρει επειδή ο νεαρότεροι υπάκουαν στον Φλιν με την τεράστια εμπειρία του ως σημαιοφόρος στην Αντορινή Βασιλική Φρουρά κι εν μέρει επειδή ο ίδιος ο Ντασίβα δεν έμοιαζε να πολυνοιάζεται. Έδινε την εντύπωση στους άλλους ότι το διασκέδαζε, όταν δηλαδή δεν μιλούσε στον εαυτό του. Πολύ συχνά δεν αντιλαμβανόταν τίποτε περισσότερο από τη μύτη του.
Κι έτσι, όλοι αιφνιδιάστηκαν όταν ο Ντασίβα σπιρούνισε αδέξια το ψηλόλιγνο ζώο του και βρέθηκε μπροστά από τους άλλους. Σε αυτό το απέριττο πρόσωπο, το τόσο συχνά ασαφές και μπερδεμένο με τις προσωπικές του σκοτούρες, είχε χαραχτεί η ανησυχία κι η βλοσυρότητα. Κι η έκπληξη τους ήταν ακόμα μεγαλύτερη όταν ο Ντασίβα άδραξε το σαϊντίν μόλις πλησίασε τον Ραντ κι ύφανε ένα εμπόδιο γύρω τους ενάντια στο κρυφάκουσμα. Ο Λουζ Θέριν δεν έχασε τα λόγια του —αν υποθέσουμε πως μια ασώματη φωνή διέθετε λόγια— στο να μουρμουράει σχετικά με σκοτωμούς. Με μια αστραπιαία κίνηση έκανε να αρπάξει την Πηγή, γρυλίζοντας βουβά, προσπαθώντας να αποσπάσει τη Δύναμη από την αρπάγη του Ραντ. Εξίσου ξαφνικά, σιώπησε και χάθηκε.
«Κάτι πάει στραβά με το σαϊντίν εδώ, κάτι είναι λάθος», είπε ο Ντασίβα, και τα λόγια του δεν ηχούσαν διόλου αόριστα. Αντιθέτως, ήταν συγκεκριμένος και... ακριβολόγος. Κι οξύθυμος, επίσης. Σαν δάσκαλος που διδάσκει έναν ιδιαίτερα κουτό μαθητή. Έφτασε στο σημείο ακόμα και να τεντώσει το δάχτυλο του προς το μέρος του Ραντ. «Δεν έχω ιδέα τι είναι. Τίποτα δεν μπορεί να διαστρεβλώσει το σαϊντίν, αλλά κι αν ακόμα συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα το αισθανόμασταν όσο ήμασταν στο βουνό. Από χτες υπήρχε κάτι εδώ, αλλά μικρής εμβέλειας... Τώρα, πάντως, το αισθάνομαι πολύ καθαρά. Το σαϊντίν είναι... ανυπόμονο. Ξέρω, ξέρω. Το σαϊντίν δεν είναι ζωντανό, όμως... εδώ πάλλεται. Είναι πολύ δύσκολο να ελεγχθεί».
Ο Ραντ ζόρισε το χέρι του για να χαλαρώσει τη λαβή πάνω στο Σκήπτρο του Δράκοντα. Είχε σιγουρευτεί εδώ και καιρό πως ο Ντασίβα ήταν σχεδόν εξίσου παρανοϊκός με τον Λουζ Θέριν. Συνήθως κατάφερνε να συγκρατηθεί, αν και πρόσκαιρα. «Διαβιβάζω πολύ περισσότερο καιρό από σένα, Ντασίβα. Απλώς νιώθεις το μίασμα». Του ήταν αδύνατον να μαλακώσει τον τόνο της φωνής του. Μα το Φως, δεν θα τρελαινόταν ακόμα, ούτε αυτός ούτε οι υπόλοιποι! «Στη θέση σου. Αναχωρούμε εντός ολίγου». Οι ανιχνευτές θα επέστρεφαν σύντομα. Ακόμα και σε αυτήν την επίπεδη και περιορισμένης ορατότητας περιοχή, δέκα μίλια δεν ήταν μεγάλη απόσταση για να την καλύψουν Ταξιδεύοντας.
Ο Ντασίβα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση υπακοής στις διαταγές του. Αντί γι’ αυτό, άνοιξε το στόμα του θυμωμένος κι έπειτα το έκλεισε ερμητικά. Άρχισε να τρέμει εμφανώς, και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Γνωρίζω πολύ καλά πόσον καιρό διαβιβάζεις», είπε με ψυχρή, περιφρονητική σχεδόν, φωνή, «αλλά είμαι σίγουρος πως κι εσύ μπορείς να το αισθανθείς. Νιώσε το, άνθρωπέ μου! Δεν μου αρέσει να συνάπτω τη λέξη “αλλόκοτο” στο σαϊντίν, και δεν έχω καμιά όρεξη να πεθάνω ή να... εξαντληθώ επειδή εσύ είσαι τυφλός! Κοίτα το ξόρκι μου! Κοίταξε το!»
Ο Ραντ τον κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια. Ένας αποφασιστικός Ντασίβα ήταν περίεργο θέαμα από μόνο του, πολλώ δε μάλλον ένας έξαλλος Ντασίβα. Κι έπειτα, κοίταξε το ξόρκι. Το κοίταξε καλά. Οι ροές έπρεπε να είναι εξίσου σταθερές με τις κλωστές ενός καλοϋφασμένου καναβάτσου. Πάλλονταν. Το ξόρκι ήταν συμπαγές, όπως άρμοζε, αλλά οι ανεξάρτητες κλωστές της Δύναμης λαμπύριζαν με μια αδιόρατη κίνηση. Ο Μορ είχε πει πως το σαϊντίν ήταν παράξενο κοντά στο Έμπου Νταρ και σε μια ακτίνα εκατό μιλίων. Και τώρα βρίσκονταν μέσα σε αυτήν την ακτίνα.