Выбрать главу

Ο Ραντ εξανάγκασε τον εαυτό του να αισθανθεί το σαϊντίν. Ανέκαθεν είχε επίγνωση της δύναμης —οτιδήποτε άλλο σήμαινε θάνατο ή κάτι ακόμα χειρότερο— κι ωστόσο είχε συνηθίσει σ’ αυτού του είδους τον αγώνα. Πάλευε για να ζήσει, αλλά η μάχη αυτή είχε κάτι το φυσιολογικό, όπως η ίδια η ζωή. Ήταν η ίδια η ζωή. Εξανάγκασε τον εαυτό του να αισθανθεί αυτή τη μάχη, τη ζωή του. Μια παγωνιά που έκανε την πέτρα να θρυμματίζεται και να γίνεται σκόνη. Μια φωτιά που έκανε την πέτρα να εξατμίζεται μέσα σε μια στιγμή. Μια λέρα που έκανε ακόμα κι έναν σαπισμένο βόθρο να μυρίζει σαν ανθόκηπος. Κι ένας... παλμός, σαν κάτι να τρέμιζε μέσα στην παλάμη του. Δεν ήταν το είδος του παλμού που είχε αισθανθεί στο Σαντάρ Λογκόθ, όταν το μίασμα του σαϊντίν αντηχούσε με την κακία του τόπου, και το σαϊντίν έπαλλε συγχρονιζόμενο μαζί του. Εδώ, η χυδαιότητα ήταν δυνατή αλλά σταθερή. Ήταν το ίδιο το σαϊντίν που έμοιαζε γεμάτο ρεύματα και κύματα. Ανυπόμονο, έτσι είχε πει ο Ντασίβα, κι ο Ραντ καταλάβαινε τώρα γιατί.

Στο κάτω μέρος της πλαγιάς, πίσω από τον Φλιν, ο Μορ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και κοίταξε ανήσυχα τριγύρω. Ο Φλιν πότε μετακινούνταν πάνω στη σέλα του και πότε τακτοποιούσε το σπαθί στο θηκάρι του. Ο Ναρίσμα, που παρακολουθούσε τον ουρανό μη τυχόν και δει ιπτάμενα πλάσματα, ανοιγόκλεινε τα μάτια του πολύ συχνά. Ένας μυς συσπώνταν στο μάγουλο του Άντλεϋ. Όλοι τους έδειχναν σημάδια νευρικότητας, και δικαίως. Μια αίσθηση ανακούφισης κατέκλυσε τον Ραντ. Τουλάχιστον, δεν εκδήλωναν σημάδια παράνοιας.

Ο Ντασίβα χαμογέλασε, ένα χαμόγελο λοξό, γεμάτο προσωπική ικανοποίηση. «Αδυνατώ να πιστέψω πως δεν το παρατήρησες από πριν». Ο τόνος της φωνής του δεν απείχε και πολύ από τον χλευασμό. «Σε γενικές γραμμές, έχεις στην κατοχή σου το σαϊντίν μέρα νύχτα από τότε που ξεκινήσαμε αυτήν την τρελή αποστολή. Πρόκειται για ένα απλό ξόρκι που δεν ήθελε να σχηματιστεί κι έκλεισε απότομα, ξεφεύγοντας από τα ίδια μου τα χέρια».

Η ασημογάλαζη σχισμή μιας πύλης περιστράφηκε κι άνοιξε στην κορυφή ενός γυμνού λόφου, μισό μίλι δυτικά, κι ένας Στρατιώτης πέρασε από μέσα το άλογο του και το καβαλίκεψε γρήγορα, επιστρέφοντας από την ανίχνευση. Ακόμα κι από αυτήν την απόσταση, ο Ραντ μπορούσε να διακρίνει το αδιόρατο λαμπύρισμα των υφάνσεων που περιστοίχισαν την πύλη πριν χαθούν. Ο ιππέας δεν είχε προλάβει καλά-καλά να φτάσει στους πρόποδες του λόφου όταν άλλη μια πύλη άνοιξε στην κορυφή, κι έπειτα μια τρίτη και μια τέταρτη, κι ύστερα κι άλλες, η μία μετά την άλλη, σχεδόν το ίδιο γρήγορα όσο ο προπορευμένος άντρας απομακρυνόταν από μπροστά τους.

«Κι όμως, σχηματίστηκε», είπε ο Ραντ. Όπως, επίσης, κι οι πύλες των ανιχνευτών. «Το σαϊντίν ανέκαθεν ήταν δύσκολο να ελεγχθεί, αλλά πάντα κάνει αυτό που επιθυμείς». Αλλά γιατί να είναι δυσκολότερο εδώ πάνω; Άσ’ την για αργότερα αυτήν την ερώτηση. Μα το Φως, μακάρι να ήταν ζωντανός ο Χέριντ Φελ. Ίσως ο γερο-φιλόσοφος να είχε μια απάντηση. «Πήγαινε πίσω, με τους υπόλοιπους, Ντασίβα», τον διέταξε, αλλά ο άντρας του έριξε ένα εμβρόντητο βλέμμα κι ο Ραντ υποχρεώθηκε να επαναλάβει τη διαταγή πριν ο άλλος εγκαταλείψει το ξόρκι, σπιρουνίσει το άλογο του δίχως να χαιρετίσει και κατηφορίσει την πλαγιά καλπάζοντας.

«Υπάρχει κάποιο πρόβλημα, Άρχοντα Δράκοντα;» του χαμογέλασε προσποιητά η Αναγιέλα. Η Άιλιλ απλώς τον κοιτούσε με βαριεστημένο βλέμμα.

Βλέποντας τον πρώτο ανιχνευτή να κατευθύνεται προς το μέρος του Ραντ, οι άλλοι απλώθηκαν δαντελωτά βόρεια και νότια, όπου μπορούσαν να ενωθούν με μία από τις υπόλοιπες φάλαγγες. Θα ήταν πιο γρήγορο να τους βρει με τον παλιό τρόπο από το να τους αναζητάει μέσω πυλών. Τραβώντας τα γκέμια του αλόγου του μπροστά από τον Ραντ, ο Ναλάαμ χτύπησε με τη γροθιά του το στήθος του — άραγε, υπήρχε κάτι τρελό στη ματιά του; Τέλος πάντων. Το σαϊντίν εξακολουθούσε να υπακούει στον χειρισμό του άντρα. Ο Ναλάαμ χαιρέτησε και παρέδωσε την αναφορά του. Οι Σωντσάν δεν είχαν στρατοπεδεύσει δέκα μίλια μακριά, παρά βάδιζαν ανατολικά σε απόσταση πέντε ή έξι μιλίων. Κι είχαν μαζί τους δεκάδες σουλ’ντάμ και νταμέην.

Ο Ραντ έδωσε τις προσταγές του καθώς ο Ναλάαμ απομακρυνόταν καλπάζοντας, κι η φάλαγγά του άρχισε να προχωράει δυτικά. Οι Υπερασπιστές κι οι Σύντροφοι είχαν λάβει πλευρικές θέσεις, ενώ οι Λεγεωνάριοι παρήλαυναν στην οπισθοφυλακή, ακριβώς πίσω από τον Ντένχαραντ. Αποτελούσαν μια υπενθύμιση προς τις αρχόντισσες και τους οπλίτες τους, σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαία. Η Αναγιέλα κοιτούσε συχνά πάνω από τον ώμο της, ενώ η άρνηση της Άιλιλ να κάνει το ίδιο ήταν έκδηλη. Ο Ραντ σχημάτισε την κυρίως αιχμή της φάλάγνας, μαζί με τον Φλιν και τους υπόλοιπους, όπως ακριβώς θα έκανε και με τις άλλες φάλαγγες. Οι Άσά’μαν θα ήταν η αιχμή του δόρατος κι οι άντρες με το ατσάλι θα φυλούσαν τα νώτα τους ενώ αυτοί θα σκότωναν. Ο ήλιος ήθελε αρκετή ώρα ακόμα μέχρι να φτάσει στο ζενίθ του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει τα σχέδια της μάχης.