Выбрать главу

Η παράνοια καραδοκεί για κάποιους, ψιθύρισε ο Λουζ Θέριν. Άλλους, όμως, ήδη έχει αρχίσει και τους κατατρώει.

Ο Μίραζ έφτασε με το άλογο του κοντά στην κεφαλή του στρατού, καλπάζοντας ανατολικά, κατά μήκος ενός λασπερού δρόμου που στριφογύριζε μέσα από τα αλσύλλια με τις ελιές και το δάσος με τα σκόρπια σύδεντρα. Δεν μπήκε επικεφαλής. Ένα ολόκληρο σύνταγμα, αποτελούμενο κυρίως από Σωντσάν, κάλπαζε ανάμεσα στον ίδιον και στους ανιχνευτές που προπορεύονταν. Γνώριζε στρατηγούς που ήθελαν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Οι πιο πολλοί ήταν νεκροί. Οι πιο πολλοί είχαν χάσει τις μάχες για τις οποίες σκοτώθηκαν. Η λάσπη εμπόδιζε να σηκωθεί σκόνη, ωστόσο οι φήμες για μια επελαύνουσα στρατιά απλώνονταν σαν πυρκαγιά στις Πεδιάδες του Σα’λάς, ασχέτως μορφολογίας του εδάφους. Εδώ κι εκεί ανάμεσα στους ελαιώνες εντόπιζε ένα αναποδογυρισμένο καροτσάκι ή ένα εγκαταλειμμένο άγκιστρο από κλαδευτήρι, αλλά οι εργάτες είχαν εξαφανιστεί από καιρό. Ευτυχώς, θα απέφευγε τους εχθρούς του, όπως κι αυτοί εκείνον. Με λίγη τύχη, και καθότι δεν διέθεταν ράκεν, οι αντίπαλοι του δεν θα τον έπαιρναν είδηση μέχρι που θα ήταν πια αργά. Στον Κέναρ Μίραζ, όμως, δεν άρεσε να εμπιστεύεται την τυφλή τύχη.

Εκτός από τους κατώτερους αξιωματικούς που ήταν έτοιμοι να βγάλουν χάρτες ή να αντιγράψουν διαταγές και τους πανέτοιμους να τις μεταφέρουν αγγελιοφόρους, ο Μίραζ προχωρούσε συνοδευόμενος μονάχα από τον Άμπαλνταρ Γιούλαν, έναν άντρα αρκετά μικροκαμωμένο, ώστε έκανε το ήσυχο, καφετί και μετρίου αναστήματος μουνούχι του να φαντάζει πελώριο μπροστά του κι ορμητικό, ο οποίος είχε βάψει πράσινα τα νύχια των μικρών του δακτύλων, και φορούσε μαύρη περούκα για να κρύψει τη φαλάκρα του, και τη Λιζέν Τζάραθ, μια γκριζομάλλα από το Σωντάρ, το ωχρό και παχουλό πρόσωπο της οποίας, μαζί με τα γαλάζια της μάτια, ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης. Ο Γιούλαν δεν ήταν ήρεμος. Ο σκουρόχρωμος Ηγέτης του Αέρα του Μίραζ συχνά ήταν σκυθρωπός εξαιτίας των κανονισμών που σπάνια του επέτρεπαν να αγγίξει πια τα ηνία ενός ράκεν, αλλά σήμερα το κατσούφιασμά του έφτανε έως το κόκαλο. Ο ουρανός ήταν καθαρός, τέλειος καιρός για ράκεν, αλλά η διαταγή που είχε εκδώσει η Σούροθ απαγόρευε να πετάξουν σήμερα οι ιπτάμενες, όχι σ’ αυτήν την περιοχή τουλάχιστον. Οι Χαϊλέν δεν είχαν φέρει μαζί τους τόσα πολλά ράκεν για να διακινδυνεύσουν χωρίς να υπάρχει λόγος. Η ηρεμία της Λιζέν ενέτεινε την ανησυχία του Μίραζ. Πέρα από πρεσβύτερη ντερ’σουλ’ντάμ υπό τις διαταγές του, ήταν μία φίλη με την οποία είχε μοιραστεί κάμποσα φλιτζάνια καφ κι άλλα τόσα παιχνίδια με πέτρες. Ήταν μια ζωηρή γυναίκα που ξεχείλιζε από ενθουσιασμό κι ευθυμία, παγερά ήρεμη, σιωπηλή σαν οποιαδήποτε σουλ’ντάμ στην οποία είχε προσπαθήσει να απευθύνει ερωτήσεις.

Μέσα στο πεδίο της όρασής του, υπήρχαν είκοσι νταμέην που είχαν πάρει θέσεις πλευρικά των ιππέων, με την κάθε μία να βαδίζει πλάι στο υποζύγιο της σουλ’ντάμ της. Οι σουλ’ντάμ αναπηδούσαν πάνω στις σέλες σκύβοντας για να χτυπήσουν ανάλαφρα τα κεφάλια των νταμέην, κι ύστερα ίσιωναν το κορμί τους, για να σκύψουν ξανά και να τις χαϊδέψουν στο κεφάλι. Οι νταμέην φάνταζαν στα μάτια του ακλόνητες, ενώ οι σουλ’ντάμ κάθονταν ολοφάνερα σε αναμμένα κάρβουνα. Η δε κεφάτη Λιζέν προχωρούσε σιωπηλή σαν πέτρα.

Ένα τορμ εμφανίστηκε μπροστά τους διατρέχοντας το μήκος της φάλαγγας και, παρά το γεγονός ότι ίπτατο πλευρικά στην άκρη του δασυλλίου, τα άλογα χρεμέτισαν κι έκαναν παράμερα καθώς το πλάσμα με τις μπρούντζινες πλάκες τα προσπέρασε. Ένα εκπαιδευμένο τορμ δεν θα επιτιθόταν ποτέ σε άλογα —εκτός, βέβαια, αν το καταλάμβανε η φρενίτιδα της μάχης, κι αυτό ήταν η αιτία που τα τορμ δεν ήταν πολύ χρήσιμα στις μάχες— αλλά τα εκπαιδευμένα άλογα που δεν επηρεάζονταν από τη θέα ενός τορμ ήταν εξίσου σπάνια με τα ιπτάμενα αυτά πλάσματα.

Ο Μίραζ έστειλε έναν λιπόσαρκο κατώτερο αξιωματικό, ονόματι Βάρεκ, να φέρει την αναφορά των ανιχνευτών των μό-ρατ’τόρμ. Πεζό, και το Φως να έδινε να μην έχανε ο Βάρεκ το σέι’τάερ. Δεν μπορούσε να χάσει τον χρόνο του με τον Βάρεκ, που θα προσπαθούσε να ελέγξει ένα υποζύγιο αποκτημένο από τους ντόπιους. Ο άντρας επέστρεψε σε λιγότερη ώρα απ’ όση του πήρε για να πάει κι έκανε μια ψυχρή υπόκλιση, ξεκινώντας την αναφορά πριν καλά-καλά ισιώσει την πλάτη του.