«Ο εχθρός βρίσκεται λιγότερο από πέντε μίλια μακριά, προς τα ανατολικά, Άρχοντα στρατηγέ, βαδίζοντας προς το μέρος μας. Έχει αναπτυχθεί σε σχηματισμό πέντε φαλαγγών με ένα μίλι απόσταση αναμεταξύ τους».
Πολύ που τους βοήθησε η τύχη. Ο Μίραζ όμως είχε ήδη αναλογιστεί με ποιον τρόπο θα επιτίθονταν σε σαράντα χιλιάδες άντρες διαθέτοντας ο ίδιος μόνο πέντε και πενήντα νταμέην. Πολύ γρήγορα, οι άντρες άρχισαν να καλπάζουν, έχοντας διαταγές να αναπτυχθούν έτσι ώστε να κάνουν κυκλωτική κίνηση, ενώ τα συντάγματα πίσω του στράφηκαν προς τα σύδεντρα, με τις σουλ’ντάμ ανάμεσά τους να σέρνουν τις νταμέην.
Τραβώντας τον μανδύα πάνω στο κορμί του εξαιτίας ενός ξαφνικού, τσουχτερού ανέμου, ο Μίραζ πρόσεξε κάτι που τον έκανε να αισθανθεί ακόμα πιο παγερά. Η Λιζέν παρατηρούσε κι αυτή τις σουλ’ντάμ που χάνονταν ανάμεσα στα δέντρα, μόνο που είχε αρχίσει να ιδρώνει.
Ο Μπέρτομ προχωρούσε άνετα πάνω στο άλογο του, με τον άνεμο να παρασέρνει τον μανδύα του από τη μια πλευρά, παρατηρώντας με εξαιρετική προσοχή τη δασωμένη έκταση μπροστά του, με μια επιφυλακτικότητα που δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει. Από τους τέσσερις συμπατριώτες που είχε πίσω του, μονάχα ο Ντόρεσιν ήταν πραγματικά επιδέξιος στο Παιχνίδι των Οίκων. Αυτό το ανόητο Δακρυνό σκυλί, ο Γουίραμον, ήταν εντελώς τυφλός βέβαια. Ο Μπέρτομ αγριοκοίταξε την πρησμένη πλάτη αυτού του βλάκα. Ο Γουίραμον προχωρούσε αρκετά πιο μπροστά από τους υπόλοιπους κι είχε απορροφηθεί να κουβεντιάζει με τον Γκέντγουιν, κι αν ο Μπέρτομ χρειαζόταν κι άλλη απόδειξη ότι ο Δακρυνός δεν έπαιρνε τίποτα τοις μετρητοίς ήταν ο τρόπος που έδειχνε ανοχή σε αυτό το νεαρό τέρας με τα ζωηρά μάτια. Παρατήρησε τον Κίριλ να τον λοξοκοιτάει και τράβηξε το χαλινό του γκριζωπού του ζώου για να απομακρυνθεί από τον ψηλό άντρα. Δεν είχε κανένα άχτι προς τον Ιλιανό, αλλά μισούσε τους ανθρώπους που ύψωναν την κορμοστασιά τους από πάνω του. Δεν μπορούσε να περιμένει να γυρίσει στην Καιρχίν όπου δεν θα περικυκλωνόταν σώνει και καλά από άγαρμπους γίγαντες. Ο Κίριλ Ντραπένεος, πάντως, δεν ήταν τυφλός, αν και πανύψηλος. Είχε στείλει κι αυτός μια δωδεκάδα ανιχνευτές, ενώ ο Γουίραμον μονάχα έναν.
«Ντόρεσιν», είπε μαλακά ο Μπέρτομ, κι αμέσως μετά κάπως δυνατότερα: «Ε, Ντόρεσιν, μπούφε!»
Ο κοκαλιάρης άντρας αναπήδησε πάνω στη σέλα του. Όπως είχε κάνει ο Μπέρτομ κι οι τρεις άλλοι, έτσι κι αυτός είχε ξυρίσει και πουδράρει το μέτωπό του. Η τάση να σημαδεύεσαι σαν στρατιώτης είχε γίνει πολύ της μόδας τελευταία. Ο Ντόρεσιν θα μπορούσε κάλλιστα να του ανταποδώσει το φιλοφρόνημα αποκαλώντας τον βάτραχο, όπως συνήθιζαν να κάνουν όταν ήταν μικροί, αλλά αντί γι’ αυτό σπιρούνισε το ευνουχισμένο του ζώο πλάι στου Μπέρτομ κι έγειρε προς το μέρος του. Ήταν ανήσυχος και το έδειχνε, ενώ το μέτωπό του ήταν βαθιά ζαρωμένο. «Συνειδητοποιείς πως ο Άρχοντας Δράκοντας μας σέρνει προς τον θάνατο;» ψιθύρισε, ρίχνοντας μια ματιά στη φάλαγγα που ακολουθούσε από πίσω τους. «Αίμα και φωτιά, εγώ υπάκουα μόνο στην Κολαβήρ, αλλά ήξερα πως ήμουν ήδη νεκρός από τη στιγμή που τη σκότωσε».
Για μια στιγμή, ο Μπέρτομ κοίταξε τη φάλαγγα με τους οπλίτες που φιδογύριζε μέσα από τους κυματιστούς λόφους. Τα δέντρα ήταν πιο διασκορπισμένα εδώ παρά μπροστά τους, αρκετά πυκνά κι ακίνητα ωστόσο για να καλύψουν μια ενέδρα πριν καλά-καλά την πάρεις είδηση. Το τελευταίο αλσύλλιο των ελαιώνων απλωνόταν ήδη σχεδόν ένα μίλι πίσω. Οι άντρες του Γουίραμον βάδιζαν, φυσικά, μπροστά-μπροστά, φορώντας αυτά τα γελοία πανωφόρια με τα φαρδιά μανίκια με τις λευκές ρίγες, κι ακολουθούσαν οι Ιλιανοί του Κίριλ με τόσο έντονους πράσινους και κόκκινους χρωματισμούς στα ρούχα τους, που θα ντρόπιαζαν κι έναν Μάστορα. Οι δικοί του, ντυμένοι ευπρεπώς με σκούρα μπλε χρώματα κάτω από τις θωρακίσεις τους, βρίσκονταν πέρα από το οπτικό του πεδίο, μαζί με τους άντρες του Ντόρεσιν και τους υπόλοιπους, προπορευόμενοι μονάχα της παρέας των Λεγεωνάριων. Ο Γουίραμον έμοιαζε εμβρόντητος που οι πεζοί συνέχιζαν, παρ’ όλο που ο βηματισμός που είχε επιβάλει δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολος.
Ωστόσο, ο Μπέρτομ δεν κοιτούσε ακριβώς τους οπλίτες. Επτά άντρες προχωρούσαν μπροστά κι από τον Γουίραμον ακόμα, επτά άντρες με σκληρά χαρακτηριστικά και θανατερά, ψυχρά μάτια, ντυμένοι με μαύρους μανδύες. Ένας από δαύτους φορούσε μια καρφίτσα που είχε τη μορφή ενός ασημένιου ξίφους πάνω στο ψηλό του πέτο.