Выбрать главу

«Αρκετά περίπλοκος τρόπος διάβασης», είπε ξερά στον Ντόρεσιν. «Κι αμφιβάλλω αν ο αλ’Θόρ θα έστελνε μαζί μας όλους αυτούς αν πρόκειται απλώς και μόνο να γίνουμε κιμάς». Με το μέτωπό του να εξακολουθεί να είναι γεμάτο ζάρες, ο Ντόρεσιν άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά ο Μπέρτομ τον έκοψε. «Πρέπει να μιλήσω με τον Δακρυνό». Δεν του άρεσε διόλου να βλέπει τον παιδικό του φίλο σε αυτήν την κατάσταση. Ο αλ’Θόρ είχε κάνει τα νεύρα του τσατάλια.

Απορροφημένοι από την κουβέντα τους, ο Γουίραμον κι ο Γκέντγουιν δεν τον άκουσαν που τους προσέγγισε. Ο Γκέντγουιν έπαιζε τεμπέλικα με τα γκέμια του ζώου του, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν παγερά και γεμάτα περιφρόνηση. Το πρόσωπο του Δακρυνού ήταν αναψοκοκκινισμένο. «Δεν δίνω δεκάρα ποιος είσαι», έλεγε στον άντρα με τον μαύρο μανδύα, με φωνή χαμηλωμένη αλλά και σκληρή, πετώντας σάλια τριγύρω. «Δεν πρόκειται να ρισκάρω περισσότερο, παρά μόνο αφού πάρω διαταγή κατευθείαν από τα χείλη του...»

Ξαφνικά, οι δυο τους αντιλήφθηκαν τον Μπέρτομ κι ο Γουίραμον σφράγισε το στόμα του. Αγριοκοίταξε τον άντρα, σαν να ήθελε να τον δολοφονήσει. Το πανταχού παρόν χαμόγελο των Άσα’μαν έσβησε. Ριπές ανέμου ξέσπασαν ξαφνικά, παγερές και τσουχτερές, καθώς τα σύννεφα κάλυψαν τον ήλιο, αλλά όχι ψυχρότερες από την ξαφνική ματιά του Γκέντγουιν. Ξαφνιασμένος, ο Μπέρτομ αντιλήφθηκε πως ο άντρας δεν το είχε σε τίποτα να τον αφήσει στον τόπο.

Η παγερή και δολοφονική ματιά του Γκέντγουιν δεν άλλαξε ούτε στο ελάχιστο, αλλά το πρόσωπο του Γουίραμον μεταμορφώθηκε θεαματικά. Το αναψοκοκκίνισμα έσβησε αργά καθώς χαμογέλασε φευγαλέα, ένα χαμόγελο γλοιώδες, με ίχνη ειρωνικής συγκαταβατικότητας. «Εσένα σκεφτόμουν, Μπέρτομ», είπε εγκάρδια. «Κρίμα που ο αλ’Θόρ στραγγάλισε τον ξάδερφο σου και, μάλιστα, με τα ίδια του τα χέρια, απ’ ό,τι άκουσα. Ειλικρινά, μου έκανε μεγάλη εντύπωση που ανταποκρίθηκες στο κάλεσμά του. Τον είδα που σε κοιτούσε παρατηρητικά. Φοβάμαι πως σχεδιάζει κάτι πιο... ενδιαφέρον... για σένα από το να σε ξεκάνει στα φανερά».

Ο Μπέρτομ κατέπνιξε έναν αναστεναγμό που δεν αφορούσε μόνο στην ατζαμοσύνη αυτού του βλάκα. Αρκετοί σκέφτονταν να τον χαλιναγωγήσουν εξαιτίας του θανάτου της Κολαβήρ. Ήταν η αγαπημένη του ξαδέλφη, αν και φιλόδοξη πέραν κάθε λογικής. Η Σάιγκαν είχε αρκετά δικαιώματα στον Θρόνο του Ήλιου, αλλά δεν θα μπορούσε να τον κρατήσει ενάντια στην ισχύ του Ριάτιν ή του Ντέημοντρεντ, πόσω μάλλον και των δύο μαζί, και σίγουρα όχι χωρίς την φανερή ευλογία του Λευκού Πύργου ή του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ωστόσο, όντως ήταν η αγαπημένη του ξαδέλφη. Τι ακριβώς ήθελε ο Γουίραμον; Σίγουρα τίποτα απ’ όσα εκδήλωνε επιφανειακά. Ακόμα κι αυτός ο μαλθακός Δακρυνός δεν ήταν πια και τόσο απλοϊκός.

Πριν προλάβει να απαντήσει, ένας καβαλάρης φάνηκε να βγαίνει μέσα από τα δέντρα μπροστά τους και να έρχεται προς το μέρος τους. Ήταν Καιρχινός και, καθώς τραβούσε τα γκέμια του αλόγου του για να σταματήσει απότομα μπρος τους, αναγκάζοντας το να σηκωθεί στα δυο του πόδια, ο Μπέρτομ αναγνώρισε έναν από τους οπλίτες του, έναν κουτσοδόντη τύπο με σημάδια από ράμματα και στα δυο μάγουλα. Ντόιλ, νόμιζε πως τον έλεγαν, από τα κτήματα Κολτσέην.

«Άρχοντα Μπέρτομ», είπε λαχανιασμένος ο άντρας, κάνοντας μια βιαστική υπόκλιση. «Δύο χιλιάδες Ταραμπονέζοι έρχονται ξοπίσω μου. Έχουν και γυναίκες μαζί τους! Στα φορέματά τους έχουν το σήμα της αστραπής!»

«Έρχονται ξοπίσω του», μουρμούρισε υποτιμητικά ο Γουίραμον. «Να δούμε τι έχει να πει ο δικός μου όταν γυρίσει. Εγώ, πάντως, δεν βλέπω...!»

Ήχοι από ξαφνικές κραυγές σε κοντινή απόσταση έκοψαν τα λόγια του, όπως επίσης κι ο βρόντος των οπλών, κι άξαφνα φάνηκαν να καλπάζουν λογχοφόροι, μια ρέουσα παλίρροια που απλωνόταν ανάμεσα στα δέντρα. Έρχονταν ευθεία πάνω στον Μπέρτομ και τους υπόλοιπους.

Ο Γουίραμον γέλασε. «Άρχισε να σκοτώνεις κατά βούλησιν, Γκέντγουιν», είπε, τραβώντας ζωηρά το ξίφος του. «Εγώ χρησιμοποιώ τις δικές μου μεθόδους και δεν δέχομαι κουβέντα επ’ αυτού!» Έσπευσε πίσω, προς τους οπλίτες του, σείοντας τη λάμα πάνω από το κεφάλι του και φωνάζοντας: «Σανιάγκο! Δόξα στο Σανιάγκο!» Δεν ήταν να απορεί κανείς που δεν πρόσθεσε ούτε μια κραυγή για την πατρίδα του, όπως έκανε για τον Οίκο του και τη μεγαλύτερή του αγάπη.

Σπιρουνίζοντας το άλογο του προς την ίδια κατεύθυνση, ο Μπέρτομ ύψωσε κι αυτός τη φωνή του. «Ζήτω οι Σάιγκαν κι η Καιρχίν!» Δεν ήταν ανάγκη ακόμα να κυματίσει το ξίφος του. «Ζήτω οι Σάιγκαν κι η Καιρχίν!» Τι αποζητούσε αυτός ο άνθρωπος;

Κεραυνοί βρόντηξαν κι ο Μπέρτομ έστρεψε τη ματιά του προς τα ουράνια, μπερδεμένος. Ελάχιστα περισσότερα σύννεφα υπήρχαν από πριν. Όχι. Αυτός ο —πώς τον έλεγαν, Ντόιλ, Ντάλυν;— κάτι είχε αναφέρει για γυναίκες. Την επόμενη στιγμή, ξέχασε τα πάντα αναφορικά με τις διαθέσεις αυτού του ηλίθιου Δακρυνού καθώς Ταραμπονέζοι με ατσάλινες προσωπίδες ξεχύθηκαν από τους δασωμένους λόφους προς το μέρος του, ενώ από τη γη ξεπετάγονταν ζωηρές φλόγες κι ο ουρανός έβρεχε αστραπές.