Выбрать главу

«Ζήτω οι Σάιγκαν κι η Καιρχίν!» ούρλιαξε.

Ο άνεμος δυνάμωσε.

Οι καβαλάρηδες συγκρούστηκαν ανάμεσα στα πυκνά δέντρα και στα χαμόκλαδα, όπου οι σκιές επικρέμονταν βαριές. Το φως χανόταν και τα σύννεφα πύκνωναν πάνω από τα κεφάλια τους, αν και με όλο αυτό το πηχτό δάσος που έμοιαζε με οροφή δεν ήταν εύκολο να λεχθεί κάτι τέτοιο. Βροντερά ουρλιαχτά έπνιγαν την κλαγγή του ατσαλιού, τις κραυγές των ανθρώπων και τα χλιμιντρίσματα των αλόγων. Κάποιες φορές, το έδαφος έτρεμε. Κάποιες άλλες, ακουγόντουσαν οι ολολυγμοί του εχθρού.

«Ζήτω ο Ντεν Λούσενος κι οι Μέλισσες!»

«Άναλιν! Ζήτω ο Άναλιν!»

«Χαελίν, Χαελίν! Ζήτω ο Υψηλός Άρχοντας Σούναμον!»

Αυτή η τελευταία ήταν κι η μοναδική κραυγή που κατάλαβε ο Βάρεκ, αν κι υποψιαζόταν πως οι διάφοροι ντόπιοι που αυτοαποκαλούνταν Υψηλοί Άρχοντες κι Αρχόντισσες δεν είχαν την ευκαιρία να πάρουν τον Όρκο.

Ελευθέρωσε το σπαθί του από το σημείο που το είχε καρφώσει, στη μασχάλη του εχθρού του, ακριβώς πάνω· από τον θώρακα, κι άφησε τον μικροκαμωμένο κι ωχρό άντρα να σωριαστεί στο έδαφος. Επικίνδυνος μαχητής, μέχρι που έκανε το λάθος να σηκώσει πολύ ψηλά τη λάμα του. Το καστανοκόκκινο ζώο του άντρα γκρεμοτσακίστηκε στα χαμόκλαδα κι ο Βάρεκ ένιωσε θλίψη για μια στιγμή. Το ζώο φάνταζε καλύτερο από το σκουρόχρωμο άλογο με τα λευκά πόδια που τον είχαν αναγκάσει να ιππεύσει. Ένα λεπτό αργότερα, άρχισε να παρατηρεί προσεκτικά μέσα από τους στριμωχτούς κορμούς των δέντρων, όπου οι περικοκλάδες έμοιαζαν να αιωρούνται από τα μισά κλαριά ενώ τσαμπιά από κάποιο γκρίζο πουπουλένιο φυτό κρέμονταν από τα υπόλοιπα.

Οι ήχοι της μάχης υψώνονταν από κάθε κατεύθυνση, αλλά στην αρχή δεν έβλεπε να κινείται τίποτα. Κατόπιν, μια ντουζίνα Αλταρανοί λογχοφόροι εμφανίστηκαν σε απόσταση πενήντα βημάτων, καλπάζοντας πάνω στα άλογά τους και κοιτώντας τριγύρω προσεκτικά, αν κι ο τρόπος που συνομιλούσαν φωναχτά αναμεταξύ τους δικαίωνε και με το παραπάνω τις κόκκινες σχισμές που διασταυρώνονταν στους θώρακές τους. Ο Βάρεκ τράβηξε τα ηνία, σκοπεύοντας να τα μαζέψει. Μια συνοδεία, ακόμα και με τη μορφή αυτού του απειθάρχητου όχλου, μπορεί να έπαιζε ρόλο στο κατά πόσον θα παρέδιδε το επείγον μήνυμα που κουβαλούσε επάνω του στον Λαβαροφόρο Στρατηγό Τσιανμάι ή όχι.

Μαύρες λουρίδες άστραψαν ανάμεσα στα δέντρα, αφήνοντας κενές τις Αλταρανές σέλες. Τα άλογά τους διασκορπίστηκαν προς κάθε κατεύθυνση καθώς οι αναβάτες έπεφταν, κι έπειτα απέμειναν μονάχα μια ντουζίνα πτώματα ξαπλωμένα στο νοτερό χαλί των νεκρών φύλλων, με ένα τουλάχιστον βέλος να εξέχει από το κορμί κάθε άντρα. Τίποτα δεν κουνιόταν. Ο Βάρεκ αναρίγησε παρά τη θέλησή του. Αυτοί οι πεζοί με τα μπλε πανωφόρια έμοιαζαν εύκολος στόχος αρχικά, μια και δεν είχαν την υποστήριξη δοράτων στα νώτα τους, αλλά δεν βγήκαν σε ανοικτό χώρο και συνέχισαν να κρύβονται πίσω από δέντρα και κοιλότητες του εδάφους. Κι όμως, δεν ήταν αυτοί το χειρότερο που συνέβη. Έπειτα από την άτακτη υποχώρηση στα πλοία, στο Φάλμε, ήταν σίγουρος πως είχε παραστεί μάρτυρας του χειρότερου συμβάντος, της κατατρόπωσης του Στρατού της Παντοτινής Νίκης. Ωστόσο, δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα από τότε που είδε εκατό Ταραμπονέζους αντιμέτωπους με έναν και μοναδικό άντρα με μαύρο πανωφόρι. Εκατό λόγχες ενάντια σε μία, μόνο που οι Ταραμπονέζοι έγιναν κομμάτια. Κυριολεκτικά κομμάτια, μια και, τόσο οι άντρες, όσο και τα άλογα, ανατινάζονταν με γοργούς ρυθμούς. Η σφαγή συνεχίστηκε ακόμα κι όταν οι Ταραμπονέζοι τράπηκαν σε φυγή, ακόμα και λίγο πριν χαθεί από το οπτικό του πεδίο κι ο τελευταίος άντρας. Μπορεί να μην ήταν χειρότερο από το να ανατινάζεται το έδαφος κάτω από τα πόδια σου, αλλά, αν μη τι άλλο, οι νταμέην άφηναν συνήθως και μερικούς για θάψιμο.

Ο τελευταίος άντρας στον οποίο κατάφερε να μιλήσει σε εκείνα τα δάση, ένας ψαρομάλλης βετεράνος από την πατρίδα που ηγούνταν εκατό λογχοφόρων από την Αμαδισία, του είπε πως ο Τσιανμάι βρισκόταν σε εκείνη την κατεύθυνση. Πιο μπροστά, εντόπισε άλογα χωρίς αναβάτες δεμένα στα δέντρα και μερικούς πεζούς. Ίσως να μπορούσαν να του δώσουν περαιτέρω πληροφορίες. Κι αυτός, με τη σειρά του, θα τους τα έψελνε για τα καλά που κάθονταν εκεί ενώ η μάχη μαινόταν.

Με το που βρέθηκε ανάμεσά τους, ξέχασε αμέσως τον εξάψαλμο. Είχε βρει αυτό που έψαχνε, μόνο που δεν είχε σχέση με αυτό που επιθυμούσε να βρει. Μια ντουζίνα κατακαμένα πτώματα ήταν βαλμένα σε σειρά. Ένα από δαύτα, με το σκουροκάστανο πρόσωπό του ανέγγιχτο, ανήκε εμφανώς στον Τσιανμάι. Οι πεζοί ήταν όλοι Ταραμπονέζοι, Αμαδισιανοί κι Αλταρανοί, κάποιοι από αυτούς πληγωμένοι. Η μόνη Σωντσάν ήταν μία σουλ’ντάμ με σκληρό πρόσωπο, η οποία παρηγορούσε μια νταμέην που έκλαιγε με λυγμούς.