Выбрать главу

«Τι συνέβη εδώ;» ρώτησε απαιτητικά ο Βάρεκ. Δεν πίστευε πως αυτοί οι Άσα’μαν άφηναν επιζώντες πίσω τους. Ίσως αυτή η σουλ’ντάμ να τον είχε καταπολεμήσει.

«Τρέλα, άρχοντα μου». Ένας ογκώδης Ταραμπονέζος απομάκρυνε τον άντρα που έβαζε αλοιφή στο καψαλισμένο αριστερό του μπράτσο. Το μανίκι έμοιαζε να έχει καεί έως τον θώρακα του άντρα, ο οποίος δεν έκανε καμιά γκριμάτσα πόνου παρά τα εγκαύματά του. Το κάλυμμα με την ατσάλινη ενίσχυση κρεμόταν, σχηματίζοντας γωνία με την κωνική του περικεφαλαία με τα κόκκινα φτερά, αποκαλύπτοντας ένα σκληροτράχηλο πρόσωπο με παχιά γκρίζα μουστάκια που έκρυβαν σχεδόν το στόμα του, ενώ το βλέμμα του ήταν προκλητικά ευθύ. «Ένας ουλαμός Ιλιανών έπεσε πάνω μας χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση. Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά. Δεν είχαν μαζί τους κανέναν μαυροντυμένο. Ο Άρχοντας Τσιανμάι μάς καθοδηγούσε γενναία κι η... η γυναίκα... διαβίβαζε αστραπές. Κατόπιν, κι ενώ οι Ιλιανοί άρχισαν να σπάνε τις γραμμές τους, οι αστραπές άρχισαν να πέφτουν κι ανάμεσά μας». Έκοψε την αφήγησή του ρίχνοντας ένα νεύμα όλο νόημα στη σουλ’ντάμ.

Η γυναίκα σηκώθηκε στο λεπτό, κουνώντας την ελεύθερη γροθιά της και βηματίζοντας γοργά προς το μέρος του Ταραμπονέζου, όσο τουλάχιστον της επέτρεπε το λουρί που ήταν περασμένο στον άλλο της καρπό. Η νταμέην της δεν ήταν παρά ένα κουβάρι που ολοφυρόταν. «Δεν πρόκειται να αφήσω αυτό το σκυλί να βρίζει τη Ζακάι μου! Είναι πολύ καλή νταμέην! Πολύ καλή!»

Ο Βάρεκ έκανε να την καθησυχάσει. Είχε δει σουλ’ντάμ να αναγκάζουν τους κατηγόρους τους να ουρλιάζουν εξαιτίας του παραπτώματος τους· μερικές μάλιστα σακάτευαν τους απείθαρχους, αλλά οι περισσότερες δεν δίσταζαν να εξαγριωθούν ακόμα κι εναντίον κάποιου που ανήκε στη Γενιά, όταν αυτός κακολογούσε την αγαπημένη τους νταμέην. Ο συγκεκριμένος Ταραμπονέζος δεν ανήκε στη Γενιά και, κρίνοντας από το παρουσιαστικό της σουλ’ντάμ που έτρεμε, θα έλεγες πως ήταν έτοιμη να κάνει φόνο. Αν ο άντρας είχε εκφράσει με λόγια τη γελοία κι ανείπωτη κατηγόρια του, ο Βάρεκ πίστευε πως η γυναίκα δεν το είχε σε τίποτα να τον σκοτώσει επί τόπου.

«Οι προσευχές για τους νεκρούς μπορούν να περιμένουν», είπε ορθά κοφτά ο Βάρεκ. Αν αποτύγχανε σε αυτό που πήγαινε να κάνει, θα κατέληγε στα χέρια των Αναζητητριών, αλλά εδώ δεν υπήρχε κανένας Σωντσάν εκτός από τη σουλ’ντάμ. «Αναλαμβάνω τη διοίκηση. Θα απεμπλακούμε και θα στραφούμε νότια».

«Θα απεμπλακούμε!» γαύγισε ο Ταραμπονέζος με τους στιβαρούς ώμους. «Θα μας πάρει μέρες να απεμπλακούμε! Οι Ιλιανοί μάχονται σαν κουνάβια στριμωγμένα στη γωνία κι οι Καιρχινοί σαν νυφίτσες κλεισμένες σε κουτί. Οι Δακρυνοί δεν είναι και τόσο σκληροτράχηλοι όσο άκουσα, αλλά μπορεί να έχουν καμιά ντουζίνα Άσά’μαν ανάμεσά τους, σωστά; Δεν έχω ιδέα πού μπορεί να έχουν πάει τα τρία τέταρτα των αντρών μου σ’ αυτόν εδώ τον κωλότοπο!» Παρακινημένοι από το παράδειγμά του, άρχισαν κι οι υπόλοιποι να διαμαρτύρονται.

Ο Βάρεκ τούς αγνόησε. Κι απέφυγε να ρωτήσει τι σημαίνει «κωλότοπος». Κοιτώντας το ανάστατο δάσος τριγύρω, ακούγοντας την κλαγγή της μάχης και τους βρόντους των εκρήξεων και των αστραπών μπορούσε να φανταστεί τι είχε συμβεί. «Μαζέψτε τους άντρες σας κι αρχίστε να οπισθοχωρείτε», είπε φωναχτά, κόβοντας σαν μαχαίρι τη φλυαρία τους. «Δεν θα κινηθείτε με γρήγορους ρυθμούς. Ενεργήστε ομαδικά». Οι διαταγές του Μίραζ προς τον Τσιανμάι περιελάμβαναν τη φράση «όσο το δυνατόν πιο γρήγορα» —τις είχε απομνημονεύσει, σε περίπτωση που κάτι πάθαινε το αντίτυπο που κουβαλούσε στο δισάκι του— αλλά σε αυτήν την περίπτωση οι μισοί άντρες θα ξέμεναν πίσω κι ο εχθρός θα τους πετσόκοβε με την άνεσή του. «Εμπρός, ξεκινήστε! Πολεμάτε για την Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα!»

Η τελευταία αυτή πρόταση συνήθως απευθυνόταν σε νεοσύλλεκτους, αλλά για κάποιον λόγο όσοι τον άκουσαν τινάχτηκαν λες και τους είχε χτυπήσει με μαστίγιο. Υποκλίθηκαν γρήγορα και βαθιά, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατα, κι έσπευσαν στα άλογά τους. Παράξενο. Τώρα, από αυτόν εξαρτιόταν να βρει τις μονάδες των Σωντσάν. Τουλάχιστον μία θα διοικούνταν από κάποιον ανώτερο του, οπότε η ευθύνη θα έφευγε από πάνω του.