Ταλαντεύτηκε πάνω στη σέλα του Γοργού και στράφηκε προς την κατεύθυνση του Τζόρντγουιν και των υπολοίπων. «Θα πάμε από γύρω», διέταξε, αγνοώντας τόσο τα νεύματα του Τζόρντγουιν όσο και την κατήφεια του Γκέγιαμ και του Άμοντριντ. «Θέλω τριπλές ομάδες ανιχνευτών. Δεν θα το βάλω κάτω, αλλά δεν θέλω να πέσω πάνω σε καμιά νταμέην». Κανείς δεν γέλασε.
Ο Ρόσεντ είχε μαζέψει τους υπόλοιπους Άσα’μαν γύρω του, ένας εκ των οποίων είχε καρφιτσωμένο στο πέτο του το ασημένιο ξίφος. Υπήρχαν άλλοι δύο με τα πέτα άδεια όταν ξεκίνησαν το ίδιο πρωί, αλλά όσο ήξεραν να σκοτώνουν οι Άσα’μαν, άλλο τόσο ήξεραν κι οι νταμέην. Ο Ρόσεντ κουνούσε τα χέρια του θυμωμένος κι έμοιαζε να διαπληκτίζεται μαζί τους. Το πρόσωπό του είχε αναψοκοκκινίσει, ενώ το δικά τους ήταν κενά κι άκαμπτα. Ο Μπασίρε ήλπιζε πως ο Ρόσεντ θα μπορούσε να τους συγκρατήσει από το να λιποτακτήσουν. Η σημερινή μέρα τούς είχε ήδη στοιχίσει αρκετά· δεν ήταν ανάγκη να αφήσουν έναν τέτοιο άνθρωπο να περιπλανιέται ελεύθερος.
Έπεφτε ψιλοβρόχι. Ο Ραντ στραβοκοίταξε τα πυκνά μαύρα σύννεφα που μαζεύονταν στον ουρανό κι είχαν ήδη αρχίσει να σκοτεινιάζουν τον ωχρό ήλιο, ο οποίος βρισκόταν στα μισά της απόστασης από τη γραμμή του μακρινού ορίζοντα. Μπορεί τώρα η βροχή να ήταν ελαφριά, αλλά αργότερα θα πύκνωνε όπως εκείνα τα σύννεφα. Εκνευρισμένος, στράφηκε να μελετήσει την περιοχή μπροστά του. Η Κορώνα από Ξίφη τσίμπησε τους κροτάφους του. Με τη Δύναμη να τον κατακλύζει, η γη μπροστά του ήταν ξεκάθαρη σαν χάρτης, παρά τον άσχημο καιρό. Αρκετά ξεκάθαρη, εν πάση περιπτώσει. Οι λόφοι έμοιαζαν να βουλιάζουν, κάποιοι καλυμμένοι με πυκνές συστάδες θάμνων ή ελαιώνες κι άλλοι με γυμνό γρασίδι ή απλώς με πέτρες κι αγριόχορτα. Του φάνηκε πως διέκρινε μια κίνηση στην άκρη των θάμνων κι έπειτα άλλη μία ανάμεσα στις σειρές ενός δεντρόκηπου με ελαιώνες, σε έναν άλλον λόφο ένα μίλι μακριά από τους θάμνους. Δεν ήταν αρκετό να σκέφτεται. Οι νεκροί κείτονταν σε όλη την έκταση των μιλίων που είχε αφήσει πίσω του, νεκροί εχθροί. Ανάμεσά τους υπήρχαν και νεκρές γυναίκες, το γνώριζε, αλλά είχε μείνει παράμερα από τα σημεία που είχαν πεθάνει οι σουλ’ντάμ κι οι νταμέην, αρνούμενος να αντικρίσει τα πρόσωπά τους. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι το έκανε από μίσος γι’ αυτούς που είχαν σκοτώσει τόσο πολλούς ακολούθους του.
Ο Ταϊ’ντάισαρ βάδισε χοροπηδώντας στη λοφοκορυφή προτού ο Ραντ τον συγκρατήσει με στιβαρό χέρι και με την πίεση των γονάτων στα πλευρά του. Αν κάποια σουλ’ντάμ εντόπιζε τις κινήσεις του, τόσο το καλύτερο· τα ελάχιστα δέντρα γύρω του δεν ήταν αρκετά για να τον κρύψουν. Εντελώς αόριστα, συνειδητοποίησε πως δεν αναγνώριζε ούτε ένα από αυτά. Ο Ταϊ’ντάισαρ τίναξε το κεφάλι του. Ο Ραντ έχωσε το Σκήπτρο του Δράκοντα στο δισάκι της σέλας του —μονάχα η σκαλιστή λαβή εξείχε— για να έχει ελεύθερα και τα δυο του χέρια σε περίπτωση που το μουνούχι του δεν ήταν ικανοποιημένο. Θα μπορούσε να ξεκουράσει το άλογο χρησιμοποιώντας το σαϊντίν, αλλά δεν ήξερε κανέναν τρόπο να το κάνει να συμμορφωθεί με τη χρήση της Δύναμης.
Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς το άτι διατηρούσε τόσο πολλή ενέργεια. Το σαϊντίν τον γέμιζε, ξεχείλιζε από μέσα του, αλλά ένιωθε το κορμί του απόμακρο, έτοιμο να καταρρεύσει από την κούραση, ένα μέρος της οποίας οφειλόταν στα τεράστια ποσά της Δύναμης που είχε αναγκαστεί να χαλιναγωγήσει εντός της ημέρας, κι ένα μέρος στην ένταση της μάχης που έδωσε με το σαϊντίν για να το αναγκάσει να κάνει το θέλημά του. Το σαϊντίν πάντα έπρεπε να κατακτηθεί και να εξαναγκαστεί σε υπακοή, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν είχε νιώσει όπως σήμερα. Ο πόνος από τις μισοθεραπευμένες, αγιάτρευτες πληγές στο αριστερό του πλευρό τού προκαλούσε αγωνία. Η παλαιότερη πληγή δεν ήταν παρά ένα τρυπάνι που πάσχιζε να διαπεράσει το Κενό, ενώ η νεότερη ένα λαμπάδιασμα γυμνής φλόγας.
«Επρόκειτο για ατύχημα, Άρχοντα Δράκοντα», είπε έξαφνα ο Άντλεϋ. «Στ’ ορκίζομαι!»