«Βούλωσε το και παρακολούθησε!» του αποκρίθηκε τραχιά ο Ραντ. Το βλέμμα του Άντλεϋ χαμήλωσε και για μια στιγμή αφέθηκε να κοιτάει τα χέρια του που κρατούσαν τα γκέμια. Κατόπιν, τράβηξε από το πρόσωπό του τα νοτισμένα του μαλλιά και τίναξε ψηλά το κεφάλι του υπακούοντας.
Ο έλεγχος του σαϊντίν ήταν σήμερα δυσκολότερος από κάθε άλλη φορά, αλλά αν το άφηνες να σου ξεγλιστρήσει, μπορούσε να σε σκοτώσει. Ο Άντλεϋ το είχε αφήσει να ξεγλιστρήσει, και πολλοί άντρες είχαν πεθάνει από ανεξέλεγκτους παροξυσμούς φωτιάς, όχι μόνο οι Αμαδισιανοί τους οποίους σκόπευε αλλά και σχεδόν τριάντα οπλίτες της Άιλιλ κι άλλοι τόσοι της Αναγιέλα.
Παρά το ατύχημα, ο Άντλεϋ θα μπορούσε να βρίσκεται μαζί με τον Μορ και τους Συντρόφους μέσα στο δάσος, μισό μίλι νότια. Ο Ναρίσμα με τον Χόπγουιλ ήταν μαζί με τους Υπερασπιστές, στον Βορρά. Ο Ραντ επιθυμούσε να επιβλέπει τον Άντλεϋ. Άραγε, είχαν συμβεί κι άλλα «ατυχήματα» χωρίς να το πάρει είδηση; Του ήταν αδύνατον να επιτηρεί τους πάντες διαρκώς. Το πρόσωπο του Φλιν ήταν θανατερά βλοσυρό, ενώ τα χαρακτηριστικά του Ντασίβα δεν ήταν διόλου ασαφή, κι ο ίδιος μόνο που δεν ίδρωνε από την έντονη αυτοσυγκέντρωση. Εξακολουθούσε να μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του, τόσο χαμηλόφωνα που ο Ραντ δεν άκουγε τίποτα παρά τη χρήση της Δύναμης, και να σκουπίζει συνεχώς τη βροχή από το πρόσωπό του με ένα μουσκεμένο δαντελωτό λινό μαντίλι, το οποίο όσο προχωρούσε η μέρα γινόταν όλο και πιο βρώμικο. Ο Ραντ δεν πίστευε πως επρόκειτο περί λάθους. Όπως και να έχει, ούτε αυτοί ούτε κι ο Άντλεϋ κατείχαν πλέον τη Δύναμη. Και δεν θα την κατείχαν μέχρι να τους προστάξει ο ίδιος.
«Τελείωσε;» ρώτησε η Αναγιέλα, πίσω του. Χωρίς να προσέχει ποιος μπορεί να παρακολουθούσε εδώ έξω, ο Ραντ ανάγκασε τον Ταϊ’ντάισαρ να πάρει στροφή και να βρεθεί απέναντί της. Η Δακρυνή ανακινήθηκε πάνω στη σέλα της, ενώ η κουκούλα του πλούσιου και περίτεχνου μανδύα της βροχής που φορούσε έπεσε στους ώμους της. Το μάγουλο της συσπάστηκε, ενώ τα μάτια της θα μπορούσαν να είναι γεμάτα φόβο ή μίσος. Δίπλα της, η Άιλιλ ψηλάφισε ήρεμα τα γκέμια με τα καλυμμένα με κόκκινα γάντια χέρια της.
«Τι περισσότερο μπορεί να επιθυμείς;» ρώτησε με ψυχρή φωνή η πιο μικροκαμωμένη γυναίκα. Μια αρχόντισσα που ήταν ευγενική σε έναν υποτακτικό. Σχεδόν. «Αν το μέγεθος της νίκης εξαρτάται από τους νεκρούς εχθρούς, νομίζω πως από σήμερα το όνομά σου θα πρέπει να γραφτεί στην ιστορία».
«Σκοπεύω να ρίξω τους Σωντσάν στη θάλασσα!» απάντησε κοφτά ο Ραντ. Μα το Φως, τώρα έπρεπε να τους αποτελειώσει, τώρα που του παρουσιαζόταν η ευκαιρία! Δεν είχε τη δυνατότητα να πολεμήσει ταυτόχρονα τους Σωντσάν, τους Αποδιωγμένους, και το Φως μόνο ήξερε ποιους άλλους ή τι άλλο! «Το κατάφερα πριν και θα το καταφέρω ξανά!»
Μήπως έχεις κρυμμένο στην τσέπη σου το Κέρας τον Βαλίρ αυτή τη φορά; ρώτησε πονηρά ο Λουζ Θέριν κι ο Ραντ γρύλισε σιωπηλά.
«Κάποιος είναι εκεί κάτω», είπε άξαφνα ο Φλιν. «Ανεβαίνει απ’ αυτήν τη μεριά. Έρχεται από τα δυτικά».
Ο Ραντ έστρεψε προς τα εκεί το ζώο του. Οι Λεγεωνάριοι είχαν κυκλώσει τις λοφοπλαγιές, παρ’ όλο που κρύβονταν αρκετά καλά και σπανίως μπορούσε να ξεχωρίσει κάποιον μπλε μανδύα. Κανείς από δαύτους δεν είχε άλογο. Άλλωστε, ποιος θα ίππευε...
Το καστανοκόκκινο άλογο του Μπασίρε ανηφόριζε την πλαγιά σαν να ήταν ευθύ έδαφος. Η περικεφαλαία του κρεμόταν από τη σέλα κι ο άντρας φάνταζε εξουθενωμένος. Χωρίς να κάνει την παραμικρή εισαγωγή, μίλησε με επίπεδη φωνή. «Τελειώσαμε από δω. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε να σταματήσει ένα μέρος της μάχης, και σίγουρα η στιγμή είναι κατάλληλη. Άφησα πίσω πεντακόσιους νεκρούς ή περίπου, και δύο από τους Στρατιώτες σου για επιφύλαξη. Έστειλα άλλους τρεις να βρουν τον Σεμάραντριντ, τον Γκρέγκοριν και τον Γουίραμον και να τους πουν να ανασυνταχθούν μαζί σου. Αμφιβάλλω κατά πόσον βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση από μένα. Πώς πάει ο κατάλογος της δικής σου σφαγής;»
Ο Ραντ αγνόησε την ερώτηση. Οι νεκροί του υπερέβαιναν σχεδόν κατά διακόσια άτομα εκείνους του Μπασίρε. «Δεν έχεις δικαίωμα να στέλνεις διαταγές σε άλλους. Όσο υπάρχουν ακόμα κι έξι Άσα’μαν —όσο υπάρχω εγώ ο ίδιος!— δεν θα ανεχτώ οτιδήποτε άλλο! Έχω βάλει σκοπό να ανακαλύψω τον υπόλοιπο στρατό των Σωντσάν, Μπασίρε, και να τον αφανίσω. Δεν θα τους αφήσω να προσθέσουν την Αλτάρα στο Τάραμπον και στην Αμαδισία».
Το παχύ μουστάκι του Μπασίρε αναδεύτηκε με ένα πικρόχολο γέλιο. «Θέλεις να τους βρεις. Κοίτα εκεί». Έκανε μια κίνηση με το γαντοφορεμένο του χέρι, καλύπτοντας τους λόφους στη δύση. «Δεν μπορώ να σου δείξω κάποιο συγκεκριμένο σημείο, αλλά από δω που βρισκόμαστε, θα μπορούσες κάλλιστα να διακρίνεις δέκα, ίσως και δεκαπέντε, χιλιάδες αν δεν παρεμβάλλονταν ετούτα τα δέντρα. Χόρεψα με τον Σκοτεινό για να καταφέρω να περάσω από μέσα τους χωρίς να με δουν και να έρθω να σε βρω. Υπάρχουν ίσως κι εκατό νταμέην εκεί κάτω. Μπορεί και περισσότερες. Και το σίγουρο είναι πως θα αυξηθούν, κι αυτές κι οι άντρες. Φαίνεται πως ο στρατηγός τους αποφάσισε να συγκεντρώσει την προσοχή του επάνω σου. Υποθέτω πως το να είσαι τα’βίρεν δεν σημαίνει πάντα πως όλα είναι μέλι γάλα».