Выбрать главу

«Αν βρίσκονται εκεί έξω...» Ο Ραντ ανίχνευσε τους λόφους. Η βροχή άρχισε να πέφτει πιο δυνατή. Πού είχε διακρίνει την κίνηση προηγουμένως; Μα το Φως, ήταν κουρασμένος. Το σαϊντίν τον χτυπούσε σαν σφυρί. Ασυναίσθητα, άγγιξε τον τυλιγμένο μπόγο κάτω από τον πέτσινο αναβολέα. Το χέρι του αποτραβήχτηκε από μόνο του. Δέκα χιλιάδες, ίσως και δεκαπέντε... Από τη στιγμή που θα έφταναν κοντά του ο Σεμάραντριντ, ο Γκρέγκοριν κι ο Γουίραμον... και το πιο σημαντικό, οι υπόλοιποι Άσα’μαν... «Αν όντως βρίσκονται εκεί έξω, εκεί θα τους καταστρέψω, Μπασίρε. Θα τους χτυπήσω ταυτόχρονα από κάθε μεριά, όπως σκοπεύαμε να κάνουμε εξαρχής».

Συνοφρυωμένος, ο Μπασίρε σπιρούνισε το άλογο του να έρθει κοντύτερά του, μέχρι που το γόνατό του άγγιξε σχεδόν αυτό του Ραντ. Ο Φλιν απομάκρυνε το υποζύγιο του, αλλά ο Άντλεϋ ήταν πολύ απορροφημένος προσπαθώντας να διαπεράσει με το βλέμμα του τη βροχή, για να παρατηρήσει κάτι που συνέβαινε πλάι του, ενώ ο Ντασίβα, σκουπίζοντας αδιάκοπα το πρόσωπό του, κοιτούσε γεμάτος ενδιαφέρον. Η φωνή του Μπασίρε χαμήλωσε κι έγινε απλό μουρμουρητό. «Δεν σκέφτεσαι σωστά. Αρχικά το σχέδιο ήταν καλό, αλλά το μυαλό του στρατηγού τους πήρε γοργές στροφές. Απλώθηκε για να αμβλύνει τις επιθέσεις μας πριν πέσουμε πάνω του κι αρχίσουμε την προέλαση. Φαίνεται πάντως πως, ακόμα κι έτσι, είχε μεγάλες απώλειες και τώρα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του. Δεν πρόκειται να τον αιφνιδιάσεις. Θέλει να του επιτεθούμε. Είναι εκεί έξω και περιμένει. Είτε με τη βοήθεια των Άσα’μαν είτε όχι, αν βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με αυτόν τον τύπο, τα όρνια θα φάνε καλά και δεν βλέπω να τη γλιτώνει κανείς».

«Κανείς δεν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Αναγεννημένο Δράκοντα», γρύλισε ο Ραντ. «Όποιος κι αν είναι, αποκλείεται να μην του το έχουν πει οι Αποδιωγμένοι. Έτσι δεν είναι, Φλιν; Ντασίβα;» Ο Φλιν ένευσε αβέβαια κι ο Ντασίβα μόρφασε. «Πιστεύεις πως δεν μπορώ να τον αιφνιδιάσω, Μπασίρε; Παρακολούθησε!» Ελευθέρωσε το μακρόστενο δεμάτι, έβγαλε το υφασμάτινο κάλυμμα κι άκουσε κραυγές έκπληξης καθώς οι σταγόνες της βροχής έλαμψαν πάνω σε ένα σπαθί, φτιαγμένο λες από κρύσταλλο. Το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί. «Για να δούμε αν θα αιφνιδιαστεί όταν δει το Καλαντόρ στα χέρια του Αναγεννημένου Δράκοντα, Μπασίρε».

Λικνίζοντας τη διάφανη λάμα στο λύγισμα του αγκώνα του, ο Ραντ σπιρούνισε τον Ταϊ’ντάισαρ λίγα βήματα μπρος. Δεν υπήρχε λόγος. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε καλύτερη θέα από εκεί. Εκτός αν... Κάτι σύρθηκε κατά μήκος της εξωτερικής επιφάνειας του Κενού, ένας ελικοειδής μαύρος ιστός. Φοβόταν. Την τελευταία φορά που είχε χρησιμοποιήσει το Καλαντόρ, είχε προσπαθήσει να αναστήσει τους νεκρούς. Εκείνη την εποχή, ήταν απολύτως σίγουρος πως μπορούσε να κάνει τα πάντα. Σαν κάποιος τρελός που νομίζει ότι μπορεί να πετάξει. Ήταν, όμως, ο Αναγεννημένος Δράκοντας και πράγματι μπορούσε να κάνει τα πάντα. Άλλωστε, δεν το είχε αποδείξει επανειλημμένα; Άδραξε την Πηγή μέσω του Σπαθιού Που Δεν Είναι Σπαθί. Το σαϊντίν φάνηκε να πηδάει στο Καλαντόρ πριν καλά-καλά ο Ραντ αγγίξει την Πηγή μέσω αυτού. Από τη μια σφαιρική του άκρη έως την άλλη, το κρυστάλλινο ξίφος έλαμψε με ένα λευκό φως. Αν πριν πίστευε πως η Δύναμη τον είχε κατακλύσει, τώρα ένιωθε σαν να είχε στην κατοχή του περισσότερη απ’ όση θα μπορούσαν να αντέξουν δέκα ή εκατό άντρες, αβοήθητοι. Οι φλόγες του ήλιου καβούρντισαν το κεφάλι του. Η παγωνιά όλων των χειμώνων των Εποχών τού διαπέρασε την καρδιά. Και μέσα σε αυτόν τον χείμαρρο, το μίασμα ήταν όλος ο κόπρος του κόσμου που άδειαζε μέσα στην ψυχή του. Το σαϊντίν προσπάθησε και πάλι να τον σκοτώσει, να τον εξαλείψει, να τον ψήσει, να παγώσει το κάθε μόριο της ύπαρξής του, μα εκείνος το καταπολέμησε κι έζησε για ένα λεπτό ακόμα, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα. Πόσο ήθελε να ξεσπάσει σε γέλια. Ναι, όντως μπορούσε να κάνει τα πάντα!

Κάποτε, κρατώντας το Καλαντόρ, είχε στην κατοχή του ένα όπλο που ανίχνευε τους Σκιογέννητους μέσα από την Πέτρα του Δακρύου και τους άφηνε στον τόπο με τη χρήση των κυνηγετικών αστραπών, άσχετα από το αν έμεναν σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή έτρεχαν να ξεφύγουν ή κρύβονταν. Σίγουρα θα υπήρχε κάτι παρόμοιο που θα μπορούσε να εφαρμόσει κι εδώ, απέναντι στους εχθρούς του. Όταν όμως απευθύνθηκε στον Λουζ Θέριν, μονάχα κλαψουρίσματα γεμάτα οδύνη έλαβε ως απάντηση, λες κι αυτή η ασώματη φωνή φοβόταν τον πόνο που προκαλούσε το σαϊντίν.