Выбрать главу

Με το Καλαντόρ να λαμποκοπά στο χέρι του —δεν θυμόταν να σήκωσε τη λάμα πάνω από το κεφάλι του— ατένισε τους λόφους στους οποίους κρύβονταν οι εχθροί του. Είχαν γίνει γκρίζοι από την πυκνή βροχή, ενώ τα ογκώδη μαύρα σύννεφα έκρυβαν το φως του ήλιου. Τι ακριβώς είχε πει στον Ήγκαν Πάντρος;

«Είμαι η θύελλα», ψιθύρισε —τα λόγια του ακούστηκαν στ’ αυτιά του σαν κραυγή, σαν βροντή— και διαβίβασε.

Πάνω από το κεφάλι του, τα σύννεφα άρχισαν να αναταράσσονται. Εκεί που πριν λίγο είχαν το χρώμα της στάχτης, τώρα έγιναν κατάμαυρα, σαν την καρδιά του μεσονυχτίου. Δεν είχε ιδέα τι ήταν αυτό που διαβίβαζε, κάτι που του συνέβαινε συχνά, μολονότι τον είχε διδάξει ο Ασμόντιαν. Ίσως, τελικά, να τον καθοδηγούσε ο Λουζ Θέριν παρά τους λυγμούς του. Ροές από σαϊντίν στριφογύριζαν στον ουρανό, Αέρας και Νερό και Φωτιά. Φωτιά. Ναι, πράγματι ο ουρανός έβρεχε αστραπές. Εκατό εκκενώσεις ταυτόχρονα, εκατοντάδες διχαλωτά ασπρογάλαζα βέλη που έπεφταν παντού, έως εκεί που μπορούσε να δει το μάτι του. Οι λόφοι εμπρός του ανατινάχτηκαν. Μερικοί, απλώς διαλύθηκαν κάτω από τον καταιγισμό των κεραυνών, σαν αναποδογυρισμένες μυρμηγκοφωλιές. Οι φλόγες ξεπήδησαν πυκνές και τα δέντρα μεταβλήθηκαν σε δαυλούς κάτω από τη βροχή, ενώ στους δεντρόκηπους με τους ελαιώνες η φωτιά λυσσομανούσε.

Κάτι τον χτύπησε με δύναμη και συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος. Η κορώνα είχε πέσει από το κεφάλι του, αν και το Καλαντόρ εξακολουθούσε να λάμπει στο χέρι του. Κάπως αόριστα, αντιλήφθηκε τον Ταϊ’ντάισαρ να σηκώνεται όρθιος, τρέμοντας. Ώστε, σκέφτηκαν να ανταποδώσουν το χτύπημα, έτσι;

Τίναξε ψηλά το Καλαντόρ κι ούρλιαξε προς το μέρος τους, «Έλα αν τολμάς! Είμαι η θνελλα! Έλα αν τολμάς, Σαϊτάν! Είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας!» Χίλιες συρίζουσες αστραπές έπεσαν σαν χαλάζι από τα σύννεφα.

Και πάλι κάτι τον χτύπησε, ρίχνοντάς τον κάτω. Πάσχισε να σηκωθεί και να πολεμήσει. Το Καλαντόρ, εξακολουθώντας να λάμπει, βρισκόταν σε απόσταση ενός βήματος από το τεντωμένο του χέρι. Ο ουρανός αυλακωνόταν από αστραπές. Ξαφνικά, αντιλήφθηκε πως το βάρος που ένιωθε επάνω του δεν ήταν παρά ο Μπασίρε που τον ταρακουνούσε. Μάλλον αυτός ήταν που τον πέταξε κάτω!

«Σταμάτα!» φώναξε ο Σαλδαίος. Το αίμα πότισε το πρόσωπό του από μια σχισμή στο κρανίο του. «Μας σκοτώνεις, άνθρωπέ μου! Σταμάτα!»

Ο Ραντ έστρεψε το κεφάλι του και μια έκπληκτη ματιά ήταν αρκετή. Κεραυνοί άστραφταν γύρω του, προς κάθε κατεύθυνση. Ένα αστροπελέκι χτύπησε την πίσω μεριά της πλαγιάς, εκεί που βρίσκονταν ο Ντένχαραντ κι οι οπλίτες. Τα ουρλιαχτά των ανθρώπων και των αλόγων ήταν εκκωφαντικά. Η Αναγιέλα κι η Άιλιλ ήταν πεζές κι οι δύο, πασχίζοντας εις μάτην να καθησυχάσουν τα άλογα που είχαν σηκωθεί στα δυο τους πόδια, με τους βολβούς των ματιών τους στραμμένους προς τα μέσα, πασχίζοντας να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους. Ο Φλιν έσκυβε πάνω από έναν άντρα, όχι πολύ μακριά από ένα ψόφιο άλογο με πόδια που τα είχε ήδη ακινητοποιήσει η νεκρική ακαμψία.

Ο Ραντ απελευθέρωσε το σαϊντίν. Ωστόσο, αυτό εξακολουθούσε να ρέει μέσα του για μερικές στιγμές κι ενώ οι αστραπές λυσσομανούσαν. Η ροή μέσα του λιγόστευε όλο και πιο πολύ μέχρι που εξαφανίστηκε. Στη θέση της τον κατέκλυσε μια ζαλάδα. Για τρία καρδιοχτύπια, δύο Καλαντόρ έλαμπαν πεσμένα στο έδαφος, κι ενώ οι κεραυνοί δεν έπαψαν στιγμή να πέφτουν. Και μετά... σιωπή, με εξαίρεση μόνο τον ολοένα αυξανόμενο και ρυθμικό χτύπο της βροχής και τα ουρλιαχτά από την πίσω μεριά του λόφου.

Με αργές κινήσεις, ο Μπασίρε κατέβηκε από πάνω του κι ο Ραντ ανασηκώθηκε χωρίς βοήθεια και τρικλίζοντας, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του καθώς η όραση του επέστρεφε στο κανονικό. Ο Σαλδαίος τον παρακολουθούσε σαν να έβλεπε λυσσασμένο λιοντάρι, ψηλαφώντας τη λαβή του ξίφους του. Η Αναγιέλα τον κοίταξε μία και μόνη φορά, έτσι όπως στηριζόταν στα πόδια του, και σωριάστηκε λιπόθυμη. Το άλογό της όρμησε μπροστά, με τα ηνία να ταλαντεύονται ελεύθερα. Η Άιλιλ, που πάλευε ακόμα με το ζώο της, το οποίο είχε σηκωθεί στα πίσω πόδια, έριξε μερικές κοφτές ματιές προς το μέρος του Ραντ, ο οποίος άφησε το Καλαντόρ να κείτεται πεσμένο σε ένα σημείο. Δεν ήταν διόλου σίγουρος αν τολμούσε να το σηκώσει ξανά. Όχι ακόμα, τουλάχιστον.

Ο Φλιν ορθώθηκε κουνώντας το κεφάλι του κι έμεινε σιωπηλός, καθώς ο Ραντ πήγε παραπαίοντας να σταθεί πλάι του. Η βροχή έπεφτε στα τυφλωμένα μάτια του Γιόναν Άντλεϋ, που είχαν γουρλώσει σαν από φρίκη. Ο Γιόναν ήταν ένας από τους πρώτους. Οι κραυγές που ακούγονταν πίσω από τους λόφους έμοιαζαν να διαπερνούν τη βροχή. Πόσοι ακόμα; αναρωτήθηκε ο Ραντ. Μεταξύ των Υπερασπιστών, των Συντρόφων ή...;