Η βροχή, πυκνή σαν κουβέρτα, έκρυβε τους λόφους όπου κρυβόταν ο στρατός των Σωντσάν. Άραγε, τους είχε κάνει καμιά ζημιά με αυτό το τυφλό χτύπημα; Ή, μήπως, εξακολουθούσαν να τον περιμένουν με όλη τη δύναμη των νταμέην ατόφια, περιμένοντας να δουν πόσους ακόμα από τους δικούς του θα σκότωνε στην προσπάθειά του να τους εξοντώσει;
«Τοποθέτησε όσους φρουρούς κρίνεις απαραίτητο», είπε ο Ραντ στον Μπασίρε. Είχε φωνή από σίδερο. Ήταν ένας από τους πρώτους. Είχε καρδιά από σίδερο. «Όταν έρθει κι ο Γκρέγκοριν με τους υπόλοιπους, θα Ταξιδέψουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται εκεί που μας περιμένουν οι άμαξες». Ο Μπασίρε ένευσε χωρίς να πει τίποτα, και στράφηκε να φύγει κάτω από την καταρρακτώδη βροχή.
Ηττήθηκα, συλλογίστηκε μελαγχολικά ο Ραντ. Μπορεί να είμαι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά για πρώτη φορά ηττήθηκα.
Άξαφνα, ο Λουζ Θέριν θέριεψε οργισμένος μέσα του, οι δισταγμοί ξεχάστηκαν. Ποτέ στη ζωή μου δεν ηττήθηκα, γρύλισε. Είμαι ο Άρχοντας του Πρωινού! Κανείς δεν μπορεί να με νικήσει!
Ο Ραντ έμεινε ακίνητος κάτω από τη βροχή, στριφογυρίζοντας στα χέρια του την Κορώνα από Ξίφη, κοιτώντας το Καλαντόρ που κειτόταν στη λάσπη. Άφησε τον Λουζ Θέριν να λυσσομανά.
Ο Άμπαλνταρ Γιούλαν έκλαψε, ευγνωμονώντας τη νεροποντή που έκρυβε τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά του. Κάποιος έπρεπε να δώσει τη διαταγή και, φυσικά, να απολογηθεί στην Αυτοκράτειρα, είθε να ζήσει για πάντα, κι ίσως και στην ίδια τη Σούροθ. Ωστόσο, δεν ήταν αυτοί οι λόγοι για τους οποίους έκλαιγε, δεν έκλαιγε καν για κάποιον νεκρό σύντροφο. Έσκισε πρόχειρα το ένα μανίκι από το πανωφόρι του και το τοποθέτησε πάνω στα γουρλωμένα μάτια του Μίραζ, ώστε να μην πέφτει η βροχή επάνω τους.
«Στείλε διαταγές υποχώρησης», διέταξε ο Γιούλαν κι είδε τον άντρα που στεκόταν πλάι του να τινάζεται. Για δεύτερη φορά σε αυτές τις ακτές, ο Στρατός της Παντοτινής Νίκης είχε υποστεί μια καταστροφική ήττα κι ο Γιούλαν ήξερε ότι δεν ήταν ο μόνος που έκλαιγε.
25
Μια Ανεπιθύμητη Επιστροφή
Καθισμένη πίσω από το επίχρυσο γραφείο της, η Ελάιντα ψηλάφιζε με τα δάχτυλά της ένα παλιό σκουρόχρωμο φιλντισένιο σκάλισμα, που απεικόνιζε ένα παράξενο πουλί με ράμφος μακρύ όσο το σώμα του, κι άκουγε με κάποια δόση θυμηδίας τις έξι γυναίκες που στέκονταν στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Η κάθε μία τους ήταν Καθήμενη που αντιπροσώπευε το Άτζα της. Λοξοκοιτούσαν η μία την άλλη και μετακινούσαν τα βελουδένια τους πασούμια πάνω στο κιλίμι με τα ζωηρόχρωμα σχέδια που κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των κοκκινόμαυρων πλακών του πατώματος, μετακινώντας σπασμωδικά τα κεντητά τους επώμια, έτσι που τα χρωματιστά κρόσσια έμοιαζαν να χορεύουν, και γενικώς συμπεριφέρονταν σαν ένα τσούρμο δύστροπων υπηρετριών που εύχονταν να είχαν το κουράγιο να κατασπαράξουν η μία την άλλη μπροστά στην αφέντρα τους. Η πάχνη επικάλυπτε τα γυάλινα καφασωτά που πλαισίωναν τα παράθυρα, έτσι που ήταν σχεδόν αδύνατον να δει κανείς το χιόνι που στροβιλιζόταν απ’ έξω, αν και μερικές φορές οι άνεμοι σφύριζαν με παγερή μανία. Η Ελάιντα ένιωθε μάλλον ζεστά, κι όχι μόνο εξαιτίας των χοντρών κούτσουρων που καίγονταν στο λευκό μαρμάρινο τζάκι. Άσχετα από το αν αυτές οι γυναίκες το γνώριζαν ή όχι —η Ντουχάρα το ήξερε σίγουρα, ίσως κι οι άλλες— ήταν η αφέντρα τους. Το περίτεχνο ρολόι με το χρυσαφένιο κάλυμμα που είχε φέρει η Σεμάιλε χτύπησε ρυθμικά. Το χαμένο όνειρο της Σεμάιλε θα γινόταν πραγματικότητα· ο Πύργος θα ανακτούσε τη χαμένη του αίγλη στα σταθερά κι ικανά χέρια της Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν.
«Δεν έχει βρεθεί ποτέ στα χρονικά ένα τερ’ανγκριάλ ικανό να “ελέγχει” μια γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης», έλεγε η Βελίνα με φωνή ψυχρή και σταθερή, αν και κάπως κοριτσίστικα διαπεραστική, που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τη σαν ράμφος αετού μύτη της και τα έντονα αμυγδαλωτά της μάτια. Αντιπροσώπευε το Λευκό Άτζα και, παρά την άγρια εμφάνιση της, ήταν η προσωποποίηση της Λευκής αδελφής. Το απλό, χιονένιο φόρεμά της φάνταζε άκαμπτο και ψυχρό. «Ελάχιστα έχουν βρεθεί που να εκτελούν αυτήν τη λειτουργία. Επομένως, με βάση τη λογική, ακόμα κι αν ανακαλυπτόταν ένα τέτοιο τερ’ανγκριάλ ή περισσότερα από ένα, όσο παράξενο κι αν ακούγεται αυτό, δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αρκετά για να ελέγξουν πάνω από δύο ή τρεις γυναίκες το πολύ. Συνεπώς, οι αναφορές αυτών των Σωντσάν είναι υπέρ το δέον υπερβολικές. Αν όντως υπάρχουν αυτές οι χαλιναγωγημένες γυναίκες, δεν μπορούν με τίποτα να διαβιβάσουν. Είναι ολοφάνερο. Δεν αρνούμαι πως αυτοί οι άνθρωποι κατέχουν το Έμπου Νταρ, το Άμαντορ κι ίσως κι άλλες πόλεις, αλλά είναι προφανές πως πρόκειται για δημιουργία του Ραντ αλ’Θόρ, ίσως για να τρομοκρατήσει τον κόσμο και να τον αναγκάσει να ταχθεί με το μέρος του. Όπως αυτός ο Προφήτης του. Απλή λογική».