Выбрать главу

«Πολύ χαίρομαι που, αν μη τι άλλο, δεν αρνείσαι το Άμαντορ και το Έμπου Νταρ, Βελίνα», είπε ξερά η Σέβαν. Και, πράγματι, η φωνή της μπορούσε να γίνει πολύ πληκτική. Ψηλή όσο οι περισσότεροι άντρες, όπως επίσης και κοκαλιάρα, η Καφέ Καθήμενη είχε γωνιώδες πρόσωπο και μακρόστενο πηγούνι, το οποίο δεν βελτιωνόταν καθόλου από την παρουσία των βοστρύχων που το κάλυπταν. Τακτοποίησε το επώμιο της με τα αραχνοειδή της δάχτυλα κι ίσιωσε τη φούστα της από σκούρο χρυσαφί μετάξι, ενώ η φωνή της πήρε μια έκδηλη χροιά θυμηδίας. «Δεν νιώθω και πολύ άνετα λέγοντας τι πρέπει να γίνει και τι όχι. Για παράδειγμα, όχι πολύ καιρό πριν, όλοι “γνώριζαν” πως μόνο μια θωράκιση υφασμένη από αδελφή μπορούσε να σταματήσει μια γυναίκα με τη δυνατότητα της διαβίβασης. Κι ύστερα, εμφανίστηκε αυτό το βότανο, η διχαλόριζα, κι ο καθένας μπορούσε να σου προσφέρει ένα φλιτζάνι τσάι που σε άφηνε ανίκανη να διαβιβάσεις επί ώρες ολόκληρες. Χρήσιμο, φαντάζομαι, για τις απείθαρχες αδέσποτες και για το σινάφι τους, αλλά δυσάρεστη έκπληξη για όσους πιστεύουν πως ξέρουν τα πάντα, ε; Ίσως αργότερα μάθει κάποιος πώς να φτιάχνει ένα τερ’ανγκριάλ».

Τα χείλη της Ελάιντα σφίχτηκαν. Οι απιθανότητες δεν την απασχολούσαν, κι αν καμιά αδελφή δεν είχε καταφέρει να ανακαλύψει ξανά τον τρόπο κατασκευής ενός τερ’ανγκριάλ τα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια, σήμαινε πως δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Αυτό που έδενε τη γλώσσα της Ελάιντα ήταν η επίγνωση πως οι πληροφορίες μερικές φορές τής ξέφευγαν μέσα από τα χέρια τη στιγμή που θα έπρεπε να τις κρατήσει μυστικές. Παρά τις προσπάθειες της, κι η τελευταία μυημένη του Πύργου είχε μάθει τα πάντα για τη διχαλόριζα, πράγμα που δεν άρεσε σε κανέναν. Κανείς δεν ένιωθε άνετα με το ενδεχόμενο να βρεθεί τρωτός απέναντι σε οποιονδήποτε που είχε λίγες γνώσεις βοτάνων κι ελάχιστο ζεστό νερό στην κατοχή του. Κι, όπως είχαν κάνει ξεκάθαρο οι Καθήμενες, η γνώση αυτή ήταν χειρότερη κι από δηλητήριο.

Στην αναφορά του βοτάνου, τα σκουρόχρωμα μάτια της Ντουχάρα φάνταζαν ανήσυχα πάνω στο χάλκινο πρόσωπό της κι η ίδια πήρε μια στάση πιο αλύγιστη από το συνηθισμένο, με τα χέρια να σφίγγονται πάνω σε μια φούστα τόσο έντονα πορφυρή που έμοιαζε σχεδόν μαύρη. Η Σεντόρε ξεροκατάπιε και τα δάχτυλά της σφίχτηκαν πάνω στον καλοδουλεμένο δερμάτινο φάκελο που της είχε δώσει η Ελάιντα, παρ’ όλο που η στρογγυλοπρόσωπη Κίτρινη απέπνεε πάντα μια παγερή κομψότητα. Η Αντάγια αναρίγησε! Τύλιξε σπασμωδικά γύρω της το επώμιο με τα γκρίζα κρόσσια.

Η Ελάιντα αναρωτήθηκε τι θα έκαναν αν μάθαιναν πως οι Άσα’μαν είχαν ανακαλύψει ξανά το Ταξίδεμα. Στην παρούσα κατάσταση, ήταν κάπως δύσκολο ακόμα και να μιλούν γι’ αυτούς. Τουλάχιστον, είχε καταφέρει να μη διαρρεύσει αυτή η πληροφορία εκτός ενός μικρού κύκλου ανθρώπων.

«Νομίζω πως αυτό που πρέπει να μας απασχολεί είναι όσα γνωρίζουμε ως αληθινά, έτσι δεν είναι;» είπε με σταθερή φωνή η Αντάγια, ανακτώντας πλήρως τον αυτοέλεγχό της. Τα ανάλαφρα καστανά μαλλιά της, βουρτσισμένα τόσο ώστε να βγάζουν ανταύγειες, κρέμονταν χυτά στην πλάτη της, ενώ το γαλάζιο φόρεμά της με την ασημιά σχισμή ήταν κομμένο και ραμμένο σε Αντορινό στυλ. Ωστόσο, η Ταραμπονέζικη προφορά ήταν ακόμα έκδηλη στην ομιλία της. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα μικροκαμωμένη, ούτε και λεπτόκορμη, πάντα έδινε στην Ελάιντα την εντύπωση σπουργιτιού έτοιμου να πηδήξει σε ένα κλαδάκι. Δεν την έκανες ικανή διαπραγματεύτρια, μολονότι είχε κερδίσει πανάξια το καλό της όνομα. Κοίταξε χαμογελώντας τις υπόλοιπες, με τρόπο όχι και πολύ ευχάριστο, κάτι που ενέτεινε ακόμα περισσότερο την εντύπωση του σπουργιτιού. Ίσως ήταν ο τρόπος που έγερνε το κεφάλι της. «Οι επιπόλαιες εικασίες είναι χαμένος χρόνος. Ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή και, προσωπικά, δεν έχω όρεξη να σπαταλήσω πολύτιμες ώρες φλυαρώντας για μια υποτιθέμενη λογική και για το τι γνωρίζει η κάθε ηλίθια μαθητευόμενη. Έχει καμιά από εσάς να πει κάτι χρήσιμο;» Για σπουργίτι, τα λόγια της έσταζαν δηλητήριο. Το πρόσωπο της Βελίνα αναψοκοκκίνισε, ενώ της Σέβαν σκοτείνιασε.

Η Ρουμπίντε σούφρωσε τα χείλη της κοιτώντας την Γκρίζα αδελφή. Ίσως σκόπευε να χαμογελάσει, αλλά το τελικό αποτέλεσμα έμοιαζε περισσότερο με σύσπαση. Με μαλλιά μαύρα σαν του κόρακα και μάτια σαν ζαφείρια, η Μαγιενή έδινε συνήθως την εντύπωση πως δεν θα δίσταζε να διαπεράσει ακόμα και τοίχο κι, έτσι όπως είχε ακουμπήσει τις γροθιές της πάνω στους γοφούς της, θα έλεγες πως ήταν έτοιμη να διαπεράσει δύο τοίχους. «Προς το παρόν, κάνουμε ό,τι μπορούμε, Αντάγια. Προσπαθούμε, τουλάχιστον. Οι στασιαστές πιάστηκαν στα χιόνια του Μουράντυ και θα τους ετοιμάσουμε έναν πολύ θερμό χειμώνα, έτσι ώστε την άνοιξη να συρθούν στα πόδια μας για να απολογηθούν και να εκλιπαρήσουν τον οίκτο μας. Με το Δάκρυ θα ασχοληθούμε μόλις ανακαλύψουμε πού εξαφανίστηκε ο Υψηλός Άρχοντας Ντάρλιν, με τη δε Καιρχίν από τη στιγμή που θα ξετρυπώσουμε την Κάραλαϊν Ντέημοντρεντ και τον Τόραμ Ριάτιν. Προς το παρόν, ο αλ’Θόρ κατέχει το στέμμα του Ίλιαν, αλλά έχουμε μεριμνήσει και γι’ αυτό. Λοιπόν, εκτός κι αν έχεις υπ’ όψιν σου κάποιο σχέδιο για να προσελκύσεις αυτόν τον άνθρωπο στον Πύργο ή για να εξαφανίσεις τους αποκαλούμενους Άσα’μαν, σκοπεύω να ασχοληθώ με τα ζητήματα που αφορούν στο Άτζα μου».