Η Αντάγια ίσιωσε το κορμί της, ενώ τα φτερά της αναταράχτηκαν. Τα μάτια της Ντουχάρα στένεψαν· η αναφορά και μόνο αντρών με τη δυνατότητα της διαβίβασης έκανε το κεφάλι της έτοιμο να εκραγεί. Η Σέβανα πλατάγισε τη γλώσσα της, λες κι απευθυνόταν σε πιτσιρίκια που καυγάδιζαν —αν κι έμοιαζε μάλλον ευχαριστημένη με τα τεκταινόμενα— κι η Βελίνα συνοφρυώθηκε, μια και για κάποιον λόγο η Σεβάνα σίγουρα αυτήν είχε κατά νου. Μπορεί η όλη κατάσταση να είχε κάτι αστείο, αλλά ξέφευγε από τον έλεγχο.
«Οτιδήποτε αφορά στα Άτζα είναι πολύ σημαντικό, κόρες μου». Η Ελάιντα δεν ύψωσε τη φωνή της, αν και κάθε κεφάλι στράφηκε προς το μέρος της. Τοποθέτησε ξανά το φιλντισένιο σκαλιστό ειδώλιο με τα υπόλοιπα της συλλογής της στο μεγάλο κουτί που ήταν καλυμμένο με τριαντάφυλλα και χρυσούς παπύρους, τακτοποίησε προσεκτικά τα περιεχόμενα της κασετίνας της και του κουτιού αλληλογραφίας, έτσι που τα τρία λουστραρισμένα κουτιά έμοιαζαν παραταγμένα πάνω στο γραφείο και, μόλις επικράτησε σιωπή, συνέχισε. «Το θέμα του Πύργου είναι περισσότερο σημαντικό, ωστόσο. Σας έχω εμπιστοσύνη ότι θα θέσετε σε εφαρμογή τα διατάγματα μου το γρηγορότερο. Διακρίνω μεγάλη νωθρότητα στον Πύργο. Φοβάμαι πως η Σιλβιάνα θα βρεθεί πολύ απασχολημένη, αν τα πράγματα δεν διορθωθούν σύντομα». Δεν τους απηύθυνε καμιά άλλη απειλή, παρά απλώς χαμογέλασε.
«Όπως προστάζεις, Μητέρα», μουρμούρισαν έξι φωνές, όχι και τόσο σταθερές όσο θα επιθυμούσαν οι κάτοχοι τους. Ακόμα και το πρόσωπο της Ντουχάρα είχε σχεδόν κιτρινίσει καθώς οι γυναίκες υποκλίνονταν. Δύο Καθήμενες είχαν στερηθεί των εδρών τους κι άλλες έξι είχαν εκτίσει θητεία επί μέρες στα Κάτεργα ως πράξη μεταμέλειας — και θα ήταν ιδιαίτερα ταπεινωτικό για τη θέση τους να βιώσουν επιπλέον τον Εξαγνισμό του Πνεύματος. Η Σέβαν κι η Σεντόρε κρατούσαν τα στόματά τους ερμητικά κλειστά, καθώς θυμούνταν πολύ καλά το τρίψιμο των δαπέδων και τη δουλειά στα πλυσταριά — αλλά καμιά τους δεν είχε σταλεί στη Σιλβιάνα για Εξαγνισμό της Σάρκας. Και καμιά τους δεν ήθελε, φυσικά. Η Κυρά των Μαθητευομένων δεχόταν κάθε βδομάδα δύο ή τρεις επισκέψεις από αδελφές οι οποίες είχαν τιμωρηθεί από τα Άτζα τους ή είχαν αυτοτιμωρηθεί —μια δόση αυτομαστίγωσης με το λουρί, αν κι οδυνηρή, δεν έπαιρνε τόσο χρόνο όσο το να παλεύεις με το δικράνι επί ένα μήνα για να χαράξεις μονοπάτια στον κήπο— αλλά η Σιλβιάνα έδειχνε πολύ λιγότερο οίκτο με τις αδελφές παρά με τις μαθητευόμενες και με τις Αποδεχθείσες. Περισσότερες από μία αδελφές θα περνούσαν τις υπόλοιπες μέρες αναλογιζόμενες κατά πόσον είναι τελικά προτιμότερος ένας μήνας με το δικράνι.
Πήγαν τρεχάλα προς την πόρτα, ανυπομονώντας να βρεθούν μακριά. Ανεξάρτητα αν ήταν Καθήμενες ή όχι, καμιά τους δεν θα είχε πατήσει πόδι σε τόσο ψηλά κλιμάκια του Πύργου δίχως την άμεση πρόσκληση της Ελάιντα. Ψηλαφώντας το ξεφλουδισμένο της επιτραχήλιο, η Ελάιντα χαμογέλασε, αυτή τη φορά με ευχαρίστηση. Ναι, ήταν πράγματι η αφέντρα του Λευκού Πύργου, κάτι που άρμοζε πλήρως σε μια Έδρα της Άμερλιν.
Πριν ακόμα το βιαστικό τσούρμο των Καθήμενων φτάσει στην είσοδο, η πόρτα που βρισκόταν στα αριστερά άνοιξε κι η Αλβιάριν μπήκε μέσα, με το στενό λευκό επώμιο της Τηρήτριας να χάνεται σχεδόν κάτω από ένα μεταξένιο φόρεμα που έκανε το αντίστοιχο της Βελίνα να μοιάζει μουντό συγκριτικά.
Η Ελάιντα ένιωσε το χαμόγελό της να στραβώνει και να χάνεται από το πρόσωπό της. Η Αλβιάριν κρατούσε ένα φύλλο περγαμηνής στο λεπτό της χέρι. Είναι παράξενο τι προσέχει κανείς κάτι τέτοιες στιγμές. Η γυναίκα είχε εξαφανιστεί σχεδόν δύο βδομάδες από τον Πύργο δίχως να πει τίποτα. Κανείς δεν την είχε δει να φεύγει, κι η Ελάιντα είχε αρχίσει να κάνει κάποιες ιδιαίτερα επιθυμητές σκέψεις, όπως για παράδειγμα να κειτόταν νεκρή σε καμιά χιονισμένη πλαγιά, ή να την είχε παρασύρει το ρεύμα κανενός ποταμού ή να είχε γλιστρήσει στον πάγο.