Выбрать главу

Χωρίς καμιά προσπάθεια να κρύψει τον χλευασμό της, η Αλβιάριν έκανε πέρα τον φάκελο κι έσπρωξε την περγαμηνή μπροστά στην Ελάιντα. Άνοιξε τη χρυσοπράσινη θήκη, βύθισε τη γραφίδα της Ελάιντα στο μελανοδοχείο και της πέταξε την περγαμηνή. «Υπόγραψε».

Η Ελάιντα πήρε τη γραφίδα κι αναρωτήθηκε σε τι είδους τρέλα θα έβαζε την υπογραφή της αυτήν τη φορά. Κι άλλη αύξηση της Φρουράς του Πύργου, όταν θα είχαν ξεμπερδέψει με τους στασιαστές πριν χρειαστεί περαιτέρω χρήση στρατιωτών; Άλλη μια προσπάθεια να αναγκαστούν τα Άτζα να αποκαλύψουν δημοσίως ποιες από τις αδελφές τα καθοδηγούσαν; Αυτό κι αν θα αποτύγχανε! Διάβασε γρήγορα, κι αισθάνθηκε έναν παγερό κόμπο να της δένει το στομάχι. Το να αποδώσει την πλήρη εξουσία καθενός Άτζα ξεχωριστά στις αδελφές που ανήκαν σε έκαστο, συμπεριλαμβανομένου του δικού της, ήταν η χειρότερη παράνοια μέχρι τώρα —πώς ήταν δυνατόν να διασώσει τον Πύργο διαλύοντάς τον εις τα εξ ων συνετέθη;— αλλά αυτό...!

Ο κόσμος γνωρίζει ήδη πως ο Ραντ αλ’Θόρ είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Ο κόσμος γνωρίζει πως είναι ένας άντρας με την ικανότητα να αγγίξει τη Μία Δύναμη. Τέτοιοι άντρες έχουν περάσει στην εξουσία του Λευκού Πύργου από αμνημονεύτων. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας έχει επωμιστεί την προστασία του Πύργου, αλλά όποιος προσπαθήσει να τον προσεγγίσει χωρίς να μεσολαβήσει ο Λευκός Πύργος, θα κατηγορηθεί για προδοσία ενάντια στο Φως και θα ανακηρυχθεί παντοτινά αναθεματισμένος. Ο κόσμος μπορεί να κοιμάται χωρίς καμιά έγνοια, γνωρίζοντας πως ο Λευκός Πύργος θα καθοδηγήσει με ασφάλεια τον Αναγεννημένο Δράκοντα στην Τελευταία Μάχη και στον αναπόφευκτο θρίαμβο.

Ενστικτωδώς, μουδιασμένα σχεδόν, πρόσθεσε, «του Φωτός» ύστερα από τη λέξη «θρίαμβο», αλλά ύστερα το χέρι της πάγωσε. Το να παραδεχτεί δημοσίως πως ο αλ’Θόρ ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας ήταν αποδεκτό, μια κι ήταν, κι αυτό μπορούσε να οδηγήσει πολλούς να αποδεχτούν ως αληθινές τις φήμες πως ο άντρας την είχε ήδη προσκυνήσει, πράγμα χρήσιμο, αλλά όσον αφορά στα υπόλοιπα, δύσκολα θα φανταζόταν πως τόσο πολλή συμφορά θα μπορούσε να περιέχεται σε τόσο λίγες λέξεις.

«Είθε το Φως να δείξει έλεος», είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Αν κάτι τέτοιο διακηρυχθεί δημοσίως, θα είναι αδύνατον να πειστεί ο αλ’Θόρ πως η απαγωγή του ήταν ανεπικύρωτη». Θα ήταν δύσκολο ούτως ή άλλως, αλλά είχε δει και στο παρελθόν ανθρώπους να πείθονται ότι όσα συνέβησαν στην πραγματικότητα δεν είχαν συμβεί. «Θα φυλάγεται δε δέκα φορές περισσότερο ενάντια σε κάποια άλλη, παρόμοια προσπάθεια. Στην καλύτερη περίπτωση, Αλβιάριν, αυτή εδώ η διακήρυξη θα τρομοκρατήσει μερικούς από τους ακολούθους του. Στην καλύτερη περίπτωση!» Το πιθανότερο ήταν πως πολλοί ήταν τόσο έντονα δεμένοι μαζί του, που δεν θα τολμούσαν να αποσυρθούν. Και δεν θα το έκαναν αν νόμιζαν πως το ανάθεμα κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους! «Θα προτιμούσα να βάλω φωτιά στον Πύργο με τα ίδια μου τα χέρια, παρά να υπογράψω αυτό εδώ!»

Η Αλβιάριν αναστέναζε ανυπόμονα. «Δεν ξέχασες ακόμα την κατήχησή σου, έτσι; Πες τη μου, θέλω να την ακούσω όπως σου τη δίδαξα».

Τα χείλη της Ελάιντα σούφρωσαν επί τούτου. Αν υπήρχε κάτι που απολάμβανε κατά τη διάρκεια της απουσίας αυτής τη γυναίκας —όχι ότι ήταν κι η μέγιστη ευχαρίστηση, αρκετή ωστόσο— ήταν το ότι δεν αναγκαζόταν να επαναλαμβάνει αυτήν την πρόστυχη λιτανεία καθημερινά. «Θα κάνω όπως μου πεις», είπε τελικά με κοφτή φωνή. Ήταν η Έδρα της Άμερλιν! «Θα πω τα λόγια που επιθυμείς, αλλά τίποτα παραπάνω». Η Πρόβλεψη θέσπιζε τον θρίαμβο της, αλλά, μα το Φως, ας ερχόταν λίγο πιο σύντομα! «Θα υπογράψω αυτό που θέλεις και τίποτα άλλο. Είμαι...» Κάτι πήγε να πει, αλλά τα λόγια πνίγηκαν στον λαιμό της. «Υπακούω στη θέλησή σου».

«Ακούγεσαι λες και κάποιος πρέπει να σου υπενθυμίζει διαρκώς την αλήθεια», είπε η Αλβιάριν, αναστενάζοντας ακόμα μία φορά. «Μου φαίνεται πως σε άφησα πολύ καιρό μόνη». Χτύπησε την περγαμηνή επιτακτικά με το δάχτυλό της. «Υπόγραψε».

Η Ελάιντα υπέγραψε, σέρνοντας τη γραφίδα πάνω στην περγαμηνή. Δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα άλλο.

Η Αλβιάριν δεν περίμενε καλά-καλά την ακίδα να ανασηκωθεί και τράβηξε το διάταγμα. «Θα το σφραγίσω η ίδια», είπε κατευθυνόμενη προς την πόρτα. «Δεν έπρεπε να αφήσω τη σφραγίδα της Άμερλιν σε μέρος που να μπορείς να τη βρεις. Θέλω να σου μιλήσω αργότερα. Πράγματι, σε άφησα πολύ καιρό μόνη. Να είσαι εδώ όταν επιστρέψω».