Выбрать главу

«Αργότερα;» είπε η Ελάιντα. «Πότε; Αλβιάριν; Αλβιάριν;»

Η πόρτα έκλεισε πίσω από τη γυναίκα, αφήνοντας την Ελάιντα να βράζει στο ζουμί της. Να είναι εκεί όταν επιστρέψει η Αλβιάριν! Κλεισμένη στα διαμερίσματά της, σαν μαθητευόμενη στο μπουντρούμι!

Ψηλάφισε για λίγο το κουτί αλληλογραφίας, με τα χρυσά γεράκια να μάχονται ανάμεσα στα λευκά σύννεφα ενός καταγάλανου ουρανού, ωστόσο δεν μπορούσε να πείσει τον εαυτό της να το ανοίξει. Με την Αλβιάριν φευγάτη, τα γράμματα κι οι αναφορές που περιείχε αυτό το κουτί είχαν αποκτήσει ξανά σημασία, μεγαλύτερη από τα αποκόμματα που είχε αφήσει η Αλβιάριν μπροστά της. Πάντως, όταν επέστρεφε η γυναίκα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι άδειο. Σηκώθηκε κι άρχισε να τακτοποιεί τα τριαντάφυλλα στα άσπρα βάζα, τοποθετώντας το καθένα πάνω από έναν λευκό μαρμάρινο πλίνθο σε μια γωνιά του δωματίου. Γαλάζια τριαντάφυλλα. Εξαιρετικά σπάνια.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως ατένιζε ένα σπασμένο κοτσάνι από τριαντάφυλλο που κρατούσε στα χέρια της, κομμένο στα δύο. Μισή ντουζίνα ακόμα ήταν σκόρπια στις πλάκες του δαπέδου. Ένας εκνευριστικός ήχος βγήκε από το λαρύγγι της. Σκεφτόταν τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από τον λαιμό της Αλβιάριν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σκεφτόταν να σκοτώσει αυτή τη γυναίκα. Βέβαια, η Αλβιάριν θα είχε πάρει τις ανάλογες προφυλάξεις. Τα σφραγισμένα αρχεία, τα οποία θα ανοίγονταν σε περίπτωση που θα συνέβαινε κάτι δυσάρεστο, είχαν αφεθεί αναμφίβολα στις αδελφές που θα υποπτευόταν λιγότερο η Ελάιντα. Ήταν η μόνη αληθινή της ανησυχία κατά τη διάρκεια της απουσίας της Αλβιάριν, ότι δηλαδή μπορεί κάποιος άλλος να σκεφτόταν πως η γυναίκα ήταν νεκρή και να παρουσιαζόταν με την απόδειξη που ήταν ικανή να της αφαιρέσει το επιτραχήλιο από τους ώμους. Ωστόσο, αργά ή γρήγορα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, η Αλβιάριν θα πρέπει να θεωρούνταν τελειωμένη όπως κι αυτά εδώ τα τριαντάφυλλα...

«Δεν απάντησες στους χτύπους στην πόρτα, Μητέρα, κι έτσι πήρα το θάρρος να μπω», είπε κάπως άγρια μια γυναίκα πίσω της.

Η Ελάιντα στράφηκε, έτοιμη να την γδάρει με τις παρατηρήσεις της, αλλά στη θέα της κοντόχοντρης γυναίκας με το τετραγωνισμένο πρόσωπο και το επώμιο με τα κόκκινα κρόσσια, η οποία στεκόταν ελάχιστα εκατοστά στο εσωτερικό του δωματίου, ένιωσε το αίμα της να αποστραγγίζεται από τα μάγουλά της.

«Η Τηρήτρια είπε πως ήθελες να μου μιλήσεις», είπε νευριασμένη η Σιλβιάνα. «Σχετικά με μία προσωπική ποινή». Ακόμα και μπροστά στην Έδρα της Άμερλιν, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να κρύψει την αηδία της. Η Σιλβιάνα πίστευε πως οι προσωπικές ποινές δεν ήταν παρά μια γελοία επίδειξη. Η ποινή ήταν κάτι που γινόταν δημοσίως. Μονάχα η τιμωρία λάμβανε χώρα κατ’ ιδίαν. «Μου ζήτησε επίσης να σου υπενθυμίσω κάτι, αλλά βιάστηκε να φύγει πριν πει τι ακριβώς εννοούσε». Αποτελείωσε τα λόγια της με ένα κοροϊδευτικό ρουθούνισμα. Για τη Σιλβιάνα, οτιδήποτε την αποσπούσε από τις μαθητευόμενες της και τις Αποδεχθείσες θεωρούνταν άχρηστη διακοπή.

«Νομίζω πως θυμάμαι», της αποκρίθηκε νωθρά η Ελάιντα.

Όταν τελικά έφυγε η Σιλβιάνα —μισή ώρα αργότερα σύμφωνα με τους χτύπους του ρολογιού της Σεμάιλε, μια ατελείωτη αιωνιότητα σύμφωνα με την αίσθηση της— το μόνο που κρατούσε την Ελάιντα από το να συγκαλέσει σε κάθισμα την Αίθουσα και να απαιτήσει την άμεση αφαίρεση του επωμίου από την Τηρήτρια ήταν η βεβαιότητα της Πρόβλεψής της, καθώς κι η βεβαιότητα πως η Σέαν θα μπορούσε να ακολουθήσει το νήμα της προδοσίας έως την Αλβιάριν. Όπως επίσης κι η απόλυτη σιγουριά πως, άσχετα αν η Άλβιαριν ερχόταν σε αντιπαράθεση μαζί της ή όχι, εκείνη θα το επιδίωκε οπωσδήποτε. Έτσι λοιπόν, η Ελάιντα ντο Αβρινύ α’Ρόιχαν, η Φύλακας των Σφραγίδων, η Φλόγα της Ταρ Βάλον, η Έδρα της Άμερλιν, σίγουρα η ισχυρότερη ηγέτιδα του κόσμου, κειτόταν μπρούμυτα στο κρεβάτι της και κλαψούριζε, με το πρόσωπο χωμένο στα μαξιλάρια, ιδιαίτερα ευπαθής για να φορέσει το ριχτό φόρεμα που ήταν παρατημένο στο πάτωμα, σίγουρη πως όταν γύριζε η Αλβιάριν, θα επέμενε να είναι παρούσα καθ’ όλη τη διάρκεια των ερωταποκρίσεων. Συνέχισε να κλαψουρίζει και, μέσα από τα δάκρυά της, ευχόταν για την πτώση της Αλβιάριν το συντομότερο δυνατόν.

«Δεν σου είπα να... χτυπήσεις την Ελάιντα», ακούστηκε να λέει η κρυσταλλική, αρμονική φωνή. «Μήπως το παράκανες;»

Η Αλβιάριν άλλαξε στάση κι, από πεσμένη στα γόνατα, βρέθηκε να ακουμπά το δάπεδο με την κοιλιά της μπροστά στη γυναίκα που έμοιαζε φτιαγμένη από σκούρες σκιές κι ασημί φως. Αδράχνοντας το στρίφωμα του φορέματος της Μεσάνα, άρχισε να το φιλάει παράφορα. Η ύφανση της Ψευδαίσθησης —γιατί κάτι τέτοιο θα πρέπει να ήταν, παρ’ όλο που δεν έβλεπε το παραμικρό νήμα σαϊντάρ, ούτε μπορούσε να διαισθανθεί ότι η γυναίκα που δέσποζε από πάνω της είχε την ικανότητα της διαβίβασης— δεν ήταν πολύ σταθερή, με την ίδια να τακτοποιεί φουριόζα το πλαίσιο της φούστας της, μέσα από την οποία διαφαίνονταν φευγαλέα αναλαμπές καφεκίτρινου μεταξιού κι ένα λεπτό σιρίτι περίτεχνου μαύρου κεντήματος.