Выбрать главу

«Ζω για να σε υπηρετώ και να σε υπακούω, Μεγάλη Αφέντρα», είπε λαχανιάζοντας η Αλβιάριν, ανάμεσα στα φιλιά. «Γνωρίζω πως είμαι η τελευταία των τελευταίων, ένα σκουλήκι μπροστά σου, και το μόνο πράγμα για το οποίο ικετεύω είναι ένα χαμόγελό σου». Είχε ήδη τιμωρηθεί μια φορά επειδή το «παράκανε» —όχι για παρακοή, δόξα να έχει ο Μέγας Άρχων του Σκότους!— κι ήξερε πολύ καλά πως τα ουρλιαχτά της Ελάιντα, όσο δυνατά κι αν ήταν, δεν συγκρίνονταν με τα δικά της.

Η Μεσάνα την άφησε να συνεχίσει τα φιλιά για λίγο και τελικά της έδωσε να καταλάβει πως έπρεπε να σταματήσει ακουμπώντας την άκρη από το πασούμι της κάτω από το πηγούνι της γυναίκας κι ανασηκώνοντας ελαφρά το κεφάλι της. «Το διάταγμα έχει εκδοθεί». Δεν επρόκειτο για ερώτηση, αλλά η Αλβιάριν απάντησε βιαστικά.

«Μάλιστα, Μεγάλη Αφέντρα. Αντίγραφά του έχουν σταλεί στο Βόρειο Λιμάνι και στο Νότιο Λιμάνι πριν ακόμα αναγκάσω την Ελάιντα να υπογράψει. Οι πρώτοι αγγελιαφόροι έφυγαν, και κανείς έμπορος δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την πόλη δίχως να έχει αντίτυπα προς διανομή». Η Μεσάνα τα γνώριζε όλα αυτά, φυσικά. Ήξερε τα πάντα. Η Αλβιάριν αισθάνθηκε μια κράμπα να σφίγγει τον αυχένα της, έτσι άβολα που τον κρατούσε σηκωμένο, αλλά δεν έκανε την παραμικρή κίνηση. Η Μεσάνα θα της έλεγε πότε να κουνηθεί. «Μεγάλη Αφέντρα, η Ελάιντα δεν είναι παρά ένα άδειο σακί. Με όλο το θάρρος, δεν θα ήταν καλύτερα αν δεν χρειαζόταν να τη χρησιμοποιήσουμε;» Κράτησε την ανάσα της. Οι ερωτήσεις απέναντι σε έναν Εκλεκτό έκρυβαν κινδύνους.

Ένα ασημένιο δάχτυλο με ένα σκιώδες νύχι χτύπησε ελαφρά τα ασημιά χείλη που είχαν σουφρώσει σε ένα χαμόγελο γεμάτο θυμηδία. «Μήπως είναι καλύτερο να φορέσεις εσύ το επιτραχήλιο της Άμερλιν, παιδί μου;» είπε τελικά η Μεσάνα. «Μικρού βεληνεκούς φιλοδοξία για τα δεδομένα σου, αλλά κάθε πράγμα στον καιρό του. Προς το παρόν, έχω μια μικρή αποστολή για σένα. Παρά τα τείχη που έχουν υψωθεί ανάμεσα στα Άτζα, οι επικεφαλής των Άτζα φαίνεται πως, παραδόξως, έχουν συχνές επαφές μεταξύ τους, αν και το κάνουν να μοιάζει τυχαίο. Όλα τα Άτζα επικοινωνούν, εκτός από το Κόκκινο. Κρίμα που σκοτώθηκε η Γκαλίνα, αλλιώς θα σου έλεγε τι σκόπευαν να κάνουν. Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για κάτι τετριμμένο, αλλά θα μάθεις για ποιον λόγο γυμνώνουν τα δόντια τους δημοσίως και σιγοψιθυρίζουν αναμεταξύ τους κατ’ ιδίαν».

«Ακούω κι υπακούω, Μεγάλη Αφέντρα», αποκρίθηκε η Αλβιάριν πρόθυμα, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που η Μεσάνα δεν έδωσε μεγάλη σημασία στα λόγια της. Το μεγάλο «μυστικό» για το ποιος ηγούνταν των Άτζα δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα —κάθε Μαύρη αδελφή ήταν υποχρεωμένη να μεταβιβάζει στο Ανώτατο Συμβούλιο κάθε ψίθυρο και κουτσομπολιό που ακουγόταν στο Άτζα της— αλλά η Γκαλίνα ήταν η μοναδική Μαύρη ανάμεσά τους. Πράγμα που σήμαινε πως θα έπρεπε να ρωτηθούν οι Μαύρες αδελφές ανάμεσα στις Καθήμενες, κι αυτό, με τη σειρά του, σήμαινε πως θα περνούσαν απ’ όλα τα στάδια ανάμεσα σε αυτές και την ίδια. Αυτό θα έπαιρνε χρόνο, μάλιστα δίχως τη βεβαιότητα της επιτυχίας. Εκτός από τη Φεράν Νεχέραν και τη Σουάνα Ντράγκαντ, που όντως ήταν οι επικεφαλής των Άτζα τους, οι Καθήμενες σπάνια γνώριζαν τι σκέφτονταν οι κεφαλές των Άτζα, μέχρι να τους γνωστοποιηθεί. «Θα σου δώσω αναφορά μόλις μάθω κάτι, Μεγάλη Αφέντρα».

Πάντως, κράτησε κάτι και για τον εαυτό της. Ανεξάρτητα αν το θέμα ήταν τετριμμένο ή όχι, η Μεσάνα δεν πρέπει να γνώριζε όσα συνέβαιναν στον Λευκό Πύργο. Η δε Αλβιάριν θα έπρεπε να έχει τα μάτια της ανοικτά για μια αδελφή με καφεκίτρινη φούστα και μαύρη διακόσμηση στο στρίφωμα. Η Μεσάνα κρυβόταν στον Πύργο κι η γνώση ήταν δύναμη.

26

Κάτι Παραπάνω

Η Σέαν βάδιζε στους διαδρόμους του Πύργου με μια ολοένα αυξανόμενη αίσθηση ότι σε κάθε στροφή καραδοκούσε η συμφορά. Ο Λευκός Πύργος ήταν πράγματι αρκετά μεγάλος, αλλά περπατούσε ώρες στους διαδρόμους του. Πολύ θα ήθελε να κάθεται αναπαυτικά στα διαμερίσματά της. Παρά τα καφασωτά που είχαν τοποθετηθεί σε κάθε παράθυρο, τα ρεύματα του αέρα κυκλοφορούσαν κατά μήκος των πλατιών διαδρόμων με τα κρεμαστά χαλιά, κάνοντας τους όρθιους φανούς να τρεμοσβήνουν. Ρεύματα ψυχρά και δύσκολο να αγνοηθούν όταν τρύπωναν κάτω από τα ρούχα της. Τα διαμερίσματά της ήταν ζεστά, άνετα κι ασφάλή.

Οι υπηρέτριες κι οι υπηρέτες υποκλίνονταν καθώς περνούσε και τους άφηνε πίσω, χωρίς καλά-καλά να τους προσέχει, αγνοώντας τους τελείως. Οι περισσότερες αδελφές βρίσκονταν στα διαμερίσματα των Άτζα τους, ενώ οι ελάχιστες που κυκλοφορούσαν βάδιζαν καμαρωτές, συχνά ανά ζεύγη και πάντα του ίδιου Άτζα, με τα επώμια απλωμένα στα μπράτσα, επιδεικνύοντάς τα σαν λάβαρα. Χαμογέλασε κι ένευσε ευχάριστα στην Τάλεν, αλλά η αγαλμάτινη χρυσομάλλα Καθήμενη ανταπέδωσε ένα ψυχρό βλέμμα, που έκανε εντονότερη αυτήν τη σκαλισμένη στον πάγο ομορφιά, κι έπειτα απομακρύνθηκε με δρασκελιές, τραβώντας επάνω της το επώμιο με τα πράσινα κρόσσια.