Выбрать главу

Ήταν πια πολύ αργά να προσεγγίσει την Τάλεν ως μέρος της έρευνας της, ακόμα κι αν η Πεβάρα συμφωνούσε. Η Πεβάρα της είχε συστήσει προσοχή, κι ακόμα περισσότερη προσοχή, κι η αλήθεια ήταν πως κάτω από τις δεδομένες συνθήκες η Σέαν δεν είχε κανένα πρόβλημα να ακούσει τη συμβουλή της. Απλώς η Τάλεν ήταν φίλη. Δηλαδή, υπήρξε φίλη.

Η Τάλεν δεν ήταν η χειρότερη περίπτωση. Κάμποσες κοινές αδελφές έδειχναν ξεκάθαρη περιφρόνηση απέναντι της. Απέναντι σε μια Καθήμενη! Δεν ήταν Λευκή, βέβαια, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία. Άσχετα τι συνέβαινε στον Πύργο, η ευπρέπεια έπρεπε να τηρηθεί. Η Τζουιλέν Μάντομ, μια ψηλή κι ελκυστική γυναίκα με κοντοκομμένα μαύρα μαλλιά, η οποία κατείχε την έδρα του Καφέ Άτζα για λιγότερο από ένα χρόνο, την προσπέρασε δίχως καν να μουρμουρίσει μια συγγνώμη, και συνέχισε την πορεία της με τον χαρακτηριστικό της, αρρενωπό τρόπο βαδίσματος. Η Σερίν Άσνομπαρ, άλλη μια Καφετιά Καθήμενη, κοίταξε τη Σέαν έντονα μουτρωμένη και ψηλάφισε το σκαλιστό μαχαίρι που κουβαλούσε πάντα πίσω από τη ζώνη της, πριν εξαφανιστεί σε κάποιον παράπλευρο διάδρομο. Η Σερίν ήταν Αλταρανή κι οι ελαφρές αποχρώσεις του λευκού στους σκούρους κροτάφους της τόνιζαν ιδιαίτερα ένα λεπτό άσπρο σημάδι, φθαρμένο από τον χρόνο, κατά μήκος του ωχρού της μάγουλου, ενώ μόνο ένας Πρόμαχος θα μπορούσε να την ανταγωνιστεί σε βλοσυρότητα.

Ίσως όλα αυτά να ήταν αναμενόμενα. Τελευταία, είχαν συμβεί διάφορα ατυχή γεγονότα, και καμιά αδελφή δεν θα ξεχνούσε το αγενέστατο σύρσιμο στους διαδρόμους γύρω από τα καταλύματα κάποιου άλλου Άτζα, πόσω μάλλον αυτά που ακολουθούσαν καμιά φορά. Οι φήμες έλεγαν πως οι Κόκκινες είχαν ραγίσει κάτι παραπάνω από την απλή αξιοπρέπεια μιας Καθήμενης —μιας Καθήμενης!— αν και δεν ανέφεραν για ποια επρόκειτο. Πολύ κρίμα που η Αίθουσα δεν κατάφερε να παρεμποδίσει το τρελό διάταγμα της Ελάιντα, αλλά τα Άτζα, το ένα μετά το άλλο, έπαιρναν τα αποκλειστικά προνόμια, κι ελάχιστες Καθήμενες σκέφτονταν να τα παρατήσουν τώρα που όλα πήγαιναν καλά, με αποτέλεσμα ο Πύργος να έχει σχεδόν χωριστεί σε οπλισμένα στρατόπεδα. Κάποτε, η Σέαν πίστευε πως η ατμόσφαιρα του Πύργου έμοιαζε με μια τρεμουλιαστή άμορφη μάζα από καχυποψία και πισώπλατα μαχαιρώματα. Τώρα, ήταν μια άμορφη μάζα που, εκτός των άλλων, περιείχε και κάτι δριμύ και καυστικό.

Πλαταγίζοντας τη γλώσσα της από δυσαρέσκεια, έσιαξε το προσωπικό της επώμιο με τα λευκά κρόσσια καθώς η Σερίν χανόταν στον διάδρομο. Ήταν εντελώς παράλογο να δειλιάσει επειδή μια Αλταρανή ήταν μουτρωμένη —ακόμα κι η Σερίν σίγουρα δεν θα παρατραβούσε το σχοινί— κι ακόμα πιο παράλογο να ανησυχεί για κάτι που δεν μπορούσε να αλλάξει, τη στιγμή μάλιστα που είχε ένα έργο να επιτελέσει.

Κι ύστερα, έπειτα από όλη αυτή την πρωινή έρευνα, έκανε ένα ακόμα βήμα και πρόσεξε το πολυπόθητο θύμα της να έρχεται προς το μέρος της. Η Ζέρα Ντάκαν ήταν μια λεπτόκορμη μελαχρινή κοπέλα που απέπνεε έπαρση, εμφανώς συγκροτημένη κι, απ’ ό,τι έδειχναν τα πράγματα, ανέγγιχτη από τα θερμά ρεύματα που έρρεαν στον Πύργο ετούτες τις μέρες. Τέλος πάντων, δεν ήταν ακριβώς κοπέλα, αν κι η Σέαν ήταν σίγουρη πως δεν φορούσε ούτε πενήντα χρόνια το επώμιο με τα λευκά κρόσσια. Ήταν σχετικά άπειρη, κι αυτό μπορεί να βοηθούσε.

Η Ζέρα δεν έκανε την παραμικρή κίνηση για να αποφύγει μια Καθήμενη του Άτζα της, κι έσκυψε σεβάσμια το κεφάλι της καθώς η Σέαν πέρασε δίπλα της. Κάμποσα περίτεχνα χρυσά κεντήματα σκαρφάλωναν τα μανίκια του χιονάτου φορέματος της και σχημάτιζαν μια πλατιά δέσμη στον ποδόγυρο της φούστα της. Ασυνήθιστη επίδειξη για Λευκό Άτζα. «Καθήμενη», μουρμούρισε. Υπήρχε κάποια ανησυχία στα γαλάζια της μάτια;

«Σε χρειάζομαι κάτι», είπε η Σέαν, πιο ήρεμα απ’ όσο ένιωθε. Το πιθανότερο ήταν πως προσέδιδε στα γαλάζια μάτια της Ζέρα αυτά που ένιωθε η ίδια. «Έλα μαζί μου». Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθεί μέσα στην καρδιά του ίδιου του Λευκού Πύργου, αλλά το να κρατάει τα χέρια της διπλωμένα στη μέση της, και μάλιστα χαλαρά, απαιτούσε ιδιαίτερη προσπάθεια.

Όπως αναμενόταν —κι όπως ήλπιζε— η Ζέρα την ακολούθησε με άλλο ένα μουρμουρητό, συγκατάθεσης αυτή τη φορά. Γλιστρούσε με χάρη στο πλευρό της Σέαν καθώς κατηφόριζαν τα πλατιά μαρμάρινα σκαλοπάτια και τις ευρύχωρες καμπυλωτές ράμπες, κι απλώς συνοφρυώθηκε αδιόρατα όταν η Σέαν άνοιξε μια πόρτα στο ισόγειο, από την οποία ξεκινούσαν στενά σκαλοπάτια, που χάνονταν σπειροειδώς στο σκοτάδι.