Выбрать главу

«Μετά από σένα, αδελφή», είπε η Σέαν, διαβιβάζοντας μια μικρή φωτεινή μπάλα. Σύμφωνα με το πρωτόκολλο έπρεπε να προηγηθεί, αλλά της ήταν αδύνατον.

Η Ζέρα δεν δίστασε να κατέβει. Λογικά, δεν είχε να φοβάται τίποτα από μια Καθήμενη, μια Λευκή Καθήμενη. Λογικά, η Σέαν θα της έλεγε τι ήταν αυτό που ήθελε όταν έφθανε η κατάλληλη στιγμή, και σίγουρα θα μπορούσε να το φέρει εις πέρας. Εντελώς παράλογα όμως, το στομάχι της Σέαν πετάριζε σαν πεταλούδα. Μα το Φως, είχε στην κατοχή της το σαϊντάρ, κάτι που δεν συνέβαινε με την άλλη γυναίκα. Η Ζέρα, όπως και να έχει, ήταν πιο αδύναμη. Δεν υπήρχε τίποτα να φοβηθεί, αν κι αυτή η αίσθηση δεν βοηθούσε να καταλαγιάσει το πετάρισμα στο στομάχι της.

Άρχισαν να κατεβαίνουν ολοένα και πιο κάτω, περνώντας πόρτες που οδηγούσαν σε υπόγεια κι ημιυπόγεια, μέχρι που έφτασαν στο κατώτερο επίπεδο, πιο κάτω ακόμα κι από το σημείο δοκιμασίας των Αποδεχθεισών. Ο σκοτεινός διάδρομος φωτιζόταν μονάχα από τον μικρό φωτισμό της Σέαν. Κρατούσαν ψηλά τις φούστες τους, αλλά τα πασούμια τους ανασήκωναν μικρά σύννεφα σκόνης, παρ’ όλο που περπατούσαν με προσοχή. Απέριττες, ξύλινες πόρτες ήταν παραταγμένες σε σειρές στους απαλούς, πέτρινους τοίχους, πολλές εκ των οποίων είχαν τεράστια εξογκώματα σκουριάς στη θέση των μεντεσέδων και των κλειδαριών.

«Καθήμενη», ρώτησε η Ζέρα, δείχνοντας τελικά κάποια αμφιβολία. «Τι ψάχνουμε να βρούμε εδώ κάτω; Δεν νομίζω να έχει έρθει κανείς εδώ πέρα εδώ και πολλά χρόνια».

Η Σεάν ήταν σίγουρη πως η επίσκεψή της, λίγες μέρες νωρίτερα, ήταν η πρώτη σε αυτό το επίπεδο εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα. Αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους που το είχε διαλέξει κι η ίδια, μαζί με την Πεβάρα. «Εδώ είμαστε», είπε, ανοίγοντας μια πόρτα η οποία μετακινήθηκε στους μεντεσέδες της με ένα ελαφρύ στρίγκλισμα. Η σκουριά ήταν τόση που, όσο λάδι κι αν έβαζες, δεν θα είχε αποτέλεσμα, οι δε προσπάθειες να χρησιμοποιηθεί η Δύναμη αποδείχτηκαν άκαρπες. Οι ικανότητες της με τη Γη ήταν ανώτερες από αυτές της Πεβάρα, αλλά αυτό δεν έλεγε και πολλά από μόνο του.

Η Ζέρα προχώρησε στο εσωτερικό κι ανοιγόκλεισε έκπληκτη τα μάτια της. Σε ένα, κατά τ’ άλλα, άδειο δωμάτιο, η Πεβάρα καθόταν πίσω από ένα γερό, αν και κάπως φθαρμένο, τραπέζι γύρω από το οποίο υπήρχαν τρεις μικροί πάγκοι. Η μεταφορά αυτής της λιτής επίπλωσης εδώ κάτω δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση — ειδικά όταν δεν έχεις την παραμικρή εμπιστοσύνη στους υπηρέτες. Το καθάρισμα από τη σκόνη ήταν πολύ πιο απλό και μάλλον ευχάριστο, ενώ το μάζεμα της σκόνης στον εξωτερικό διάδρομο, απαραίτητο έπειτα από κάθε επίσκεψη, ήταν απλά επαχθές.

«Έτοιμη ήμουν να σηκωθώ να φύγω από τα σκοτάδια», γρύλισε η Πεβάρα. Η λάμψη του σαϊντάρ την περιτριγύριζε καθώς ανασήκωσε έναν φανό από κάτω από το τραπέζι και τον φώτισε χρησιμοποιώντας τη διαβίβαση, ρίχνοντας τριγύρω αρκετό φωτισμό, όσο άξιζε αυτή η πρώην αποθήκη με τα τραχιά τοιχώματα. Κάπως πλαδαρή, αν και σχετικά χαριτωμένη, η Κόκκινη Καθήμενη έμοιαζε με αρκούδα που είχε πονόδοντο. «Επιθυμούμε να σου κάνουμε μερικές ερωτήσεις, Ζέρα». Θωράκισε τη γυναίκα καθώς η Σέαν έκλεινε την πόρτα.

Η Ζέρα ξεροκατάπιε με θόρυβο, αν και το σκιερό της πρόσωπο παρέμεινε εντελώς γαλήνιο. «Σχετικά με ποιο θέμα, Καθήμενες;» Στη φωνή της νεότερης γυναίκας υπήρχε ένα ελαφρύ τρέμουλο. Θα μπορούσε να αποδοθεί και στη γενικότερη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στον Πύργο.

«Για το Μαύρο Άτζα», αποκρίθηκε κοφτά η Πεβάρα. «Επιθυμούμε να μάθουμε αν είσαι Σκοτεινόφιλη».

Η έκπληξη κι η οργή διέλυσαν την ηρεμία της Ζέρα. Τα λόγια της γυναίκας αρκούσαν για να αρνηθεί να απαντήσει κάποιος, χωρίς να είναι ανάγκη να απαντήσει. «Δεν είμαι υποχρεωμένη να ακούω τέτοια λόγια από μέρους σου! Εσείς οι Κόκκινες ανεγείρετε Ψεύτικους Δράκοντες εδώ και χρόνια! Αν θέλετε τη γνώμη μου, δεν χρειάζεται να ψάξετε πιο πέρα από τα διαμερίσματα μιας Κόκκινης για να ανακαλύψετε Μαύρες αδελφές!»

Το πρόσωπο της Πεβάρα σκοτείνιασε από θυμό. Η πίστη που έτρεφε στο Άτζα της ήταν αναμφίβολα ισχυρή, αλλά το χειρότερο ήταν πως εξαιτίας των Σκοτεινόφιλων είχε χάσει ολόκληρη τη φαμίλια της. Η Σέαν αποφάσισε να παρέμβει πριν η Πεβάρα χάσει την ψυχραιμία της και χειροδικήσει. Άλλωστε, δεν είχαν καμιά απόδειξη, όχι ακόμα τουλάχιστον.

«Κάθισε, Ζέρα», είπε με όσο το δυνατόν περισσότερη θέρμη στη φωνή της. «Κάθισε, αδελφή».