Η Ζέρα στράφηκε στην πόρτα, έτοιμη λες να παρακούσει την προσταγή μιας Καθήμενης —και του ίδιου του Άτζα της!— αλλά τελικά κάθισε αλύγιστη σε έναν πάγκο, άκρη-άκρη.
Πριν ακόμα προλάβει η Σέαν να πάρει θέση στο πλάι της Ζέρα, η Πεβάρα ακούμπησε τη λευκή σαν φίλντισι Ράβδο των Όρκων στη βλογιοκομμένη επιφάνεια του τραπεζιού. Η Σέαν αναστέναξε. Ήταν Καθήμενες, κι είχαν κάθε δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε τερ’ανγκριάλ επιθυμούσαν, αλλά ήταν η ίδια που το ξάφρισε —και δεν μπορούσε να σκεφτεί καλύτερη λέξη από τη στιγμή που δεν ακολουθήθηκαν οι σωστές διαδικασίες— κι όλη την ώρα, στο βάθος του μυαλού της, σκεφτόταν πως θα γύριζε και θα έβρισκε μπροστά της τη νεκρή από καιρό Σεράιλε Μπάγκαντ, έτοιμη να την αρπάξει από το αυτί και να την οδηγήσει στο γραφείο της Κυράς των Μαθητευομένων. Παράλογο μεν, αληθοφανές δε.
«Θέλουμε να βεβαιωθούμε πως λες αλήθεια», είπε η Πεβάρα, κι ο ήχος της φωνής της είχε ακόμα τη χροιά της θυμωμένης αρκούδας, «οπότε, θα ορκιστείς σε αυτήν τη ράβδο κι έπειτα θα σε ρωτήσω ξανά».
«Δεν είμαι υποχρεωμένη να το υποστώ αυτό», είπε η Ζέρα, ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη κατηγόρια προς το μέρος της Σέαν, «αλλά είμαι έτοιμη να πάρω ξανά όλους τους Όρκους, αν σας ικανοποιεί κάτι τέτοιο. Κατόπιν, απαιτώ να μου ζητήσετε συγγνώμη αμφότερες». Δεν έμοιαζε και τόσο με γυναίκα που έχει υποστεί θωράκιση και που της είχε ζητηθεί να κάνει τέτοιο πράγμα. Περιφρονητικά σχεδόν, άπλωσε το χέρι της να πάρει τη λεπτή βέργα, μήκους ενός ποδιού, η οποία έλαμπε στον αχνό φωτισμό του φανού.
«Θα ορκιστείς πως θα υπακούς απόλυτα τις δυο μας», της είπε η Πεβάρα, και το χέρι αποτραβήχτηκε, λες και πήγαινε να πιάσει οχιά. Η Πεβάρα συνέχισε γλιστρώντας με τα δυο της δάχτυλα τη Ράβδο κοντύτερα στην άλλη γυναίκα. «Με αυτόν τον τρόπο θα γνωρίζουμε αν απαντάς αληθώς στις ερωτήσεις μας. Αν δώσεις λανθασμένη απάντηση, θα ξέρουμε πως θα υπακούσεις και θα μας βοηθήσεις να κυνηγήσουμε τις Μαύρες αδελφές σου. Αν απαντήσεις σωστά, η Ράβδος θα σε ελευθερώσει από τον όρκο».
«Θα με ελευθερώσει...;» αναφώνησε η Ζέρα. «Ποτέ μου δεν άκουσα κάποιον που να χρησιμοποιεί τη Ράβδο των Όρκων για να ελευθερωθεί από έναν όρκο».
«Γι’ αυτόν τον λόγο παίρνουμε όλες αυτές τις προφυλάξεις», της αποκρίθηκε η Σέαν. «Λογικά, μια Μαύρη αδελφή θα πρέπει να έχει την ικανότητα να πει ψέματα, πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να έχει ελευθερωθεί τουλάχιστον από αυτόν τον Όρκο, και πιθανότατα κι από τους υπόλοιπους τρεις. Η Πεβάρα κι εγώ το δοκιμάσαμε κι ανακαλύψαμε πως η διαδικασία είναι η ίδια σαν να παίρνεις έναν όρκο». Πάντως, δεν ανέφερε πόσο επώδυνο ήταν, ούτε πως κι οι δυο τους ξέσπασαν σε κλάματα κατόπιν. Δεν ανέφερε επίσης και το γεγονός πως η Ζέρα, ασχέτως απαντήσεως, δεν θα ελευθερωνόταν από τον όρκο της μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα για το Μαύρο Άτζα. Αν μη τι άλλο, δεν θα της επέτρεπαν να φύγει διαμαρτυρόμενη για τις ερωταποκρίσεις, πράγμα που θα έκανε, δικαιωματικά μάλιστα, αν δεν ανήκε στις Μαύρες. Αν.
Μα το Φως, η Σέαν ευχήθηκε να είχαν βρει κάποια άλλη αδελφή, από άλλο Άτζα, που να ανταποκρινόταν καλύτερα στα κριτήρια που είχαν θέσει. Μια Πράσινη ή μια Κίτρινη θα ταίριαζαν γάντι. Στην καλύτερη περίπτωση, οι αδελφές αυτών των Άτζα ήταν ιδιαίτερα φαντασμένες και, μάλιστα, πρόσφατα...! Όχι. Δεν θα έπεφτε θύμα της αρρώστιας που εξαπλωνόταν στον Πύργο. Ωστόσο, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τα ονόματα που ξεπετάγονταν μέσα στο κεφάλι της, μια ντουζίνα Πράσινες, διπλάσιες Κίτρινες, η κάθε μια εκ των οποίων είχε κατέβει κάμποσες βαθμίδες ιεραρχίας. Ντροπή για μια Καθήμενη;
«Ελευθερωθήκατε από έναν Όρκο;» Η Ζέρα ακουγόταν ξαφνιασμένη, αηδιασμένη κι ανήσυχη ταυτόχρονα. Εξαιρετικά λογικές αντιδράσεις.
«Και τον πήραμε ξανά», μουρμούρισε ανυπόμονα η Πεβάρα. Άδραξε τη λεπτή ράβδο και διαβίβασε λίγο Πνεύμα στη μια της άκρη, εξακολουθώντας να διατηρεί τη θωράκιση της Ζέρα. «Υπό το Φως, ορκίζομαι να μην πω λέξη που να μην είναι αληθινή. Υπό το Φως, ορκίζομαι να μη φτιάξω όπλο έτσι ώστε να σκοτώνονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Κάτω από το Φως, ορκίζομαι να μην κάνω χρήση της Μίας Δύναμης ως όπλου, παρά μόνο ενάντια στα Σκιογεννήματα, ή ως έσχατη άμυνας του εαυτού μου, της ζωής του Προμάχου μου ή της ζωής κάποιας άλλης αδελφής». Δεν έκανε καμιά γκριμάτσα στο σημείο που αναφέρθηκε στους Προμάχους, κάτι που συνήθιζαν να κάνουν οι νέες αδελφές που προορίζονταν για Κόκκινες. «Δεν είμαι Σκοτεινόφιλη. Ελπίζω αυτό να σας ικανοποιεί». Έδειξε τα δόντια της στη Ζέρα, αλλά ήταν δύσκολο να πεις αν επρόκειτο για χαμόγελο ή αν την απειλούσε.
Η Σέαν πήρε κι αυτή με τη σειρά της τους Όρκους, ο καθένας εκ των οποίων παρήγαγε μια στιγμιαία ελαφριά πίεση από την κορυφή του κεφαλιού της έως τις πατούσες της. Για να πούμε την αλήθεια, ήταν κάπως δύσκολο να ανιχνεύσεις μια τέτοια πίεση, με την επιδερμίδα της τόσο τεντωμένη από το γεγονός της επανάληψης του Όρκου να μην ψευδορκήσει. Το να ισχυριστεί ότι η Πεβάρα είχε μούσι ή ότι οι δρόμοι της Ταρ Βάλον ήταν στρωμένοι με τυρί ήταν για λίγο παράξενα αναζωογονητικό —ακόμα κι η Πεβάρα είχε χασκογελάσει— αλλά δεν άξιζε την τωρινή κακουχία. Για την ίδια, η δοκιμασία δεν ήταν απαραίτητη. Και, λογικά, έτσι έπρεπε να είναι. Το να πει ότι δεν ανήκει στο Μαύρο Άτζα έδενε κόμπο τη γλώσσα της —πολύ ποταπό για να αναγκαστεί να το αρνηθεί— αλλά με ένα αποφασιστικό νεύμα έδωσε τη ράβδο των Όρκων στη Ζέρα.